[Εγώ και η μητέρα μου]
Είπες:
Οταν καθόμασταν στο τραπέζι του Σαββάτου
Φορούσα το καλύτερό μου φόρεμα, τους καλύτερούς μου τρόπους.
Ηταν μια τελετουργία ευτυχίας.
Ψιθύρισα: μητέρα
Ακόμη κρατάς τη χαρά των μικρών πραγμάτων
Σαν η χαρά αυτή να είχε προστατευθεί
Από έναν χρόνο που ήταν δικός σου,
Από έναν χρόνο που δεν τον κούρσεψε η θλίψη.
[Συνομιλία]
Ενιωσα κάποιον άνθρωπο χωρίς διαστάσεις
Να περπατά μέσα στη νύχτα μου.
Εκεινη ρώτησε: πιστεύεις στον Θεό;
Εσύ απάντησες: η σκέψη πως ο Θεός υπάρχει
Πονά τόσο όσο η σκέψη ότι δεν υπάρχει.
Αδελφέ, ψιθύρισε εκείνη:
Είσαι άνθρωπος που ο Θεός τον βασάνισε.
Σιωπηλός άγιος.
[Σαν αστείο]
Ελεγες:
Υποφέρουμε επειδή ο κόσμος είναι ατελής.
Ο Θεός όφειλε να τελειοποιήσει τη δημιουργία
Κατά την έβδομη ημέρα.
Στο κάτω κάτω, είχε μια ολόκληρη αιωνιότητα
Για να ξεκουραστεί.
Αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεση Η μητέρα μου (Μια Saga),
επιλ.-μτφρ.: Στέφανος Ροζάνης,
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 16.7.2013, Poema