Η αναφορά στον Αντώνη Τρίτση «είναι» – για να δανειστώ μια πρόταση δική του – «περισσότερο κραυγή αγωνίας και κραυγή μάχης»: «κραυγή αγωνίας» για την πορεία του τόπου, «κραυγή μάχης» και σάλπισμα για ένα «νέο ξεκίνημα» (δανείζομαι πάλι κάτι δικό του, τον τίτλο του βιβλίου του) – κάθε παρόμοιο σάλπισμα προέρχεται από βαθύτατη συναίσθηση ευθύνης.
Ο άνθρωπος της ευθύνης αρνείται να σιωπήσει, για οποιοδήποτε λόγο, σε οποιαδήποτε περίσταση: «… έχω προσωπική ευθύνη. Είμαι από εκείνους τους λίγους που θεμελιώσαμε το ΠΑΚ στην Ελλάδα και επίσης λίγους, που στα δύσκολα βήματα του ΠΑΣΟΚ του προσδώσαμε αξιοπιστία. Έχω την ευθύνη γι΄ αυτά που συνέβησαν, γι΄ αυτά που δεν συνέβησαν και για όσα συμβαίνουν σήμερα. Γι΄ αυτό δεν έχω το δικαίωμα της σιωπής και της απόδρασης» – η φωνή του «εκκεντρικού» σε καιρούς που ο πολιτικός χαμαιλεοντισμός άλλαζε διαρκώς χρώματα και στρατόπεδα.
Η κριτική: Ο Αντώνης Τρίτσης διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι το ΠΑΣΟΚ τάχιστα μεταμορφώθηκε «από ανοικτό ιδεολογικό κίνημα υψηλών στόχων σε κλειστό σύστημα εξουσίας και η μετατροπή όλων των οργάνων του από δημοκρατική έκφραση-εκπροσώπηση της βάσης» σε «μηχανισμό» και καταλογίζει παραπέρα «ιδεολογική και ιστορική ανεπάρκεια» εκείνων που είχαν την ευθύνη της καθοδήγησή του, ενώ θεωρεί ότι ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της «βάσης» από τις διεργασίες του κόμματος θα οδηγήσει στο «τέλος του ΠΑΣΟΚ, την στιγμή της απομάκρυνσης του Ανδρέου Παπανδρέου από την ιστορική σκηνή».
Οι συνέπειες: Ο εκτροχιασμός του κινήματος της «Αλλαγής» έχει οδυνηρές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία: «Φτιάχτηκε ένα ολόκληρο νέο σύστημα εξάρτησης, ένα χυδαιότερης μορφής πελατειακό σύστημα, που έφτανε σε όλα τα επίπεδα, εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ, με διορισμούς σε μια «θεσούλα», σε μια «θέση», σε ένα «πόστο», σε ένα καθοδηγητικό όργανο του ΠΑΣΟΚ, σε εκλόγιμη θέση στην «λίστα» και τέλος στην κυβέρνηση. Η επιστροφή στην ιδεολογία αποτελεί ηθική και πολιτική επιταγή. Ο «διορισμός» για τους Νεοέλληνες είναι ό,τι το δόκανο για τους μαύρους της Αφρικής τους χρόνους της δουλείας» – σήμερα όλη η χώρα είναι πιασμένη στο δόκανο της αναξιοπιστίας, της αναξιοπρέπειας και της επικείμενης καταστροφής.
Η κραυγή αγωνίας του Κεφαλλονίτη μεγαλώνει εξ αιτίας του εκμαυλισμού της νέας γενιάς από την εξουσία: «έχω δει σε όλα τα επίπεδα πόσο εύκολα η εξουσία με αυτά που μπορεί να προσφέρει με τρόπο αθέμιτο – όπως τους διορισμούς ή τις «αναθέσεις» – μπορεί να εκμαυλίσει και να διαφθείρει. Το έζησα στην Αθήνα, στην Κεφαλονιά, στην διασπορά, παντού. Είδα ανθρώπους, που φαινόταν να αντιπροσωπεύουν ότι ζωντανό και γνήσιο, την γενιά του Πολυτεχνείου ακόμα, να αλλάξουν με τρόπο που προκαλεί όχι μόνο θλίψη αλλά και τρόμο. Ταπεινώσαμε έναν υπερήφανο κόσμο με τρόπους που απορρίπτει τόσο η ηθική, όσο και η πολιτική» – σήμερα εμβιώνουμε τη θλίψη ως εθνική συνθήκη και στη γωνία καιροφυλακτεί ως μια από τις εκδοχές του αύριο ο τρόμος.
Η προδοσία: Απευθυνόμενος προς τον Ανδρέα Παπανδρέου σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ δηλώνει «προδομένος»: «… αισθάνομαι πικρία και ταυτόχρονα οργή, αισθάνομαι προσβεβλημένος ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και θα πω και τη βαριά λέξη, αισθάνομαι και προδομένος σ΄ ένα μεγάλο βαθμό … Ξέρετε περισσότερο εσείς [Τ.Ο., απευθύνετε στον Ανδρέα Παπανδρέου] από κάθε άλλον εδώ μέσα τι επιστημονική και επαγγελματική σταδιοδρομία κατέθεσα για να μπω σ΄ αυτόν τον αγώνα, ξεκινώντας από το ΠΑΚ. Είχα την αίσθηση τότε ότι ξεκίναγα για ένα άλλο αγώνα και βρίσκομαι σήμερα σε μιαν εντελώς άλλη υπόθεση. Από αυτό εκπορεύεται το αίσθημα προδοσίας που έχω μέσα μου» – το αίσθημα της προδοσίας προφανώς και προέρχεται από τη διαπίστωση ότι ο ίδιος, όπως και άλλοι πολλοί, έχουν χρησιμοποιηθεί.
Ευσυνείδητος καθώς φαίνεται ότι είναι ο Αντώνης Τρίτσης ασκεί αυτοκριτική: «Άργησα να καταλάβω αυτήν την αλήθεια και αισθάνομαι την ανάγκη αυτοκριτικής. Επειδή είμαι από εκείνους – απεδείχθη λίγους – που έχουμε τεράστια ευθύνη, γιατί με τον ενθουσιώδη αγώνα μας και την πίστη που αντανακλούσαμε προσδίδαμε αξιοπιστία, στη συνείδηση του λαού, στον μηχανισμό άλωσης του ΠΑΣΟΚ».
Εθνική ανάγκη: Εάν θέλουμε να συνοψίσουμε την πολιτική σκέψη του Αντώνη Τρίτση, θα αρκούσε μια δική του φράση αναφορικά με την «Αλλαγή»: «… η αλλαγή αποτέλεσε και αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα για την επιβίωση της Ελλάδας στην σύγχρονη εποχή και για τη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής και ανθρώπινης κοινωνίας» – στη φράση αυτή συνοψίζεται η όποια πολιτική του παρακαταθήκη για τους μεταγενέστερους και, κυρίως, για εκείνους που σήμερα ενδιαφέρονται για την ανασυγκρότηση της χώρας, που περνάει μέσα από την ταυτόχρονη ανασυγκρότηση του σοσιαλιστικού κινήματος.
Θα ήταν παράλειψη να μην προσθέσουμε και τις προϋποθέσεις για την «ιστορική επιβίωση και επιβεβαίωση του Ελληνισμού»: «… η εθνική ανεξαρτησία, η δημιουργία δημοκρατικής πολιτείας, ο σεβασμός στους θεσμούς, η αξιοπρέπεια του πολίτη μπροστά στο κράτος, η αξιοκρατία, η αποκατάσταση του ήθους στην δημόσια ζωή, η απελευθέρωση από τον παλαιοκομματισμό, η χρηστή διαχείριση των κοινών».
Τα εγκλήματα: Ακριβώς επειδή ο Επτανήσιος ριζοσπάστης θεωρεί την «Αλλαγή» όρο επιβίωσης της Ελλάδας δε μιλάει «για ιστορικές ηγεσίες, αλλά για ιστορικά εγκλήματα», όμως έχει και πλήρη επίγνωση του βάθους της κρίσης, ώστε αυτή «δεν μπορεί να αποτελεί ευθύνη μόνον ενός κόμματος – του κυβερνητικού» – ο πολιτικός μας προσανατολισμός έχει προ πολλού αποχαιρετήσει αυτή την απλή πραγματικότητα (εξαιρετικά επίκαιρες είναι οι επισημάνσεις του Αντώνη Τρίτση για τους θεσμούς – «ζούμε πραγματικά σε στιγμές πολιτικής κρίσης και για την αντιμετώπισή της απαιτείται αυστηρότερη τήρηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και όχι περιφρόνηση […] τους» (Αντ. Τρίτσης) – κάτι που, μάλλον, φαίνεται να μην ενθυμείται πλέον ο Κ. Μητσοτάκης, «ο αξιότιμος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης» (Αντ. Τρίτσης) στις δημόσιες παρεμβάσεις του για το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της χώρας.
Το Δ.Ν.Τ.: Ο Αντώνης Τρίτσης είναι «προφητικός», όσον αφορά το «οικονομικό μέλλον» της Ελλάδας: «… δεν κατορθώσαμε να κάνουμε τις δομικές αλλαγές που χρειαζόταν, ιδιαίτερα σε τρία πράγματα: στην συγκρότηση και οργάνωση του κράτους, στην δομή της οικονομίας και στην παιδεία μας. Και όσο αυτά θα μένουν όπως είναι, τόσο θα είναι προβληματικοί και χρεοκοπημένοι οι κρατικοί προϋπολογισμοί…» – για να διαφύγουμε από τη δαμόκλεια σπάθη των προβληματικών προϋπολογισμών και του χρέους χρειάζεται ανάπτυξη.
Όσο δεν υπάρχει «αναπτυξιακή απογείωση» δε θα μπορέσει να υπάρξει συγκροτημένη πολιτική εσόδων: από την άλλη η κοινωνία έχει παγιδευτεί, «και η ίδια η εργατική τάξη», σε έναν φαύλο κύκλο, εκείνον του «κράτους-πρόνοιας» – ο Αντώνης Τρίτσης εντοπίζει ένα διαρθρωτικό ζήτημα του ελληνικού οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού και προσανατολίζει τη σκέψη του στην αναζήτηση μιας σοσιαλιστικής απάντησης στο πρόβλημα σε αντίθεση με τα ποικιλώνυμα νεοφιλελεύθερα μοντέλα που κυριαρχούν εκείνη την περίοδο.
Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κεφαλλονίτης πολιτικός απορρίπτει τις εκδοχές του κράτους πρόνοιας «των δυτικών χωρών» με την αιτιολόγηση ότι αυτό το μοντέλο απαιτεί «και ένα δυναμικό καπιταλισμό που δεν τον έχουμε», το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι: «… μια σοσιαλιστική κυβέρνηση έπρεπε και πρέπει να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική, μια άλλη αντίληψη της οικονομίας και οργάνωσης της πρόνοιας» – ο Αντώνης Τρίτσης οραματίζεται με βαθειά συναίσθηση της πραγματικότητας.
Ο ρεαλισμός του κορυφώνεται όταν αναφέρεται στον οικονομικό προϋπολογισμό: «ο προϋπολογισμός έχει και ένα τεράστιο νεκρό φορτίο – που είναι το δημόσιο έλλειμμα πράγματι και το εξωτερικό χρέος. Και είναι τεράστιο μόνο επειδή δεν υπάρχει αναπτυξιακή απογείωση. Ελπίζω, όμως, να μην σημαίνουν αυτά που ακούσαμε από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας κάποτε ότι οδηγούμεθα στην πόρτα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Μπορώ ίσως αρκετά τεκμηριωμένα, ως μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου των Λαών, να πω ότι αυτό θα είναι υπογραφή πράξης υποτέλειας της Ελλάδας, εάν πάμε στην πόρτα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου» – ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να σταθμίσει αυτή τη ρήση του Κεφαλλονίτη, πρώην υπουργού, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 1988!!!
Ουδείς προφήτης…: Το τίμημα που κλήθηκε να καταβάλλει για την προσφορά του, την προσωπική ευθύτητα, την ευγενική ιδιοσυγκρασία του ήταν οδυνηρό και ασύμμετρο προς την πολιτική και κοινωνική ποιότητά του: και όμως έως την ύστατη στιγμή και σε κάθε περίσταση προσπαθεί να καλύψει την πικρία του με τη γενίκευση των απρεπειών που συμβαίνουν εις βάρος του –«γνωρίζω ότι οι αθλιότητες που αντιμετωπίζω εγώ στην Κεφαλονιά – εκεί όπου θεμελίωσα το ΠΑΣΟΚ το 1974 μεσουρανούσης της τότε δεξιάς – από λασπολόγους και συκοφάντες που περιφέρουν τις κομματικές δήθεν σφραγίδες επί τούτω «κεντρικών» και «τοπικών» δήθεν «οργάνων» δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο. Το αντιμετωπίζουν πολλοί βουλευτές» – όταν αποχωρούσε ο Αντώνης Τρίτσης από το ΠΑΣΟΚ εισέρχονταν στις τάξεις και στην επετηρίδα του ο σημερινός πρόεδρος του Βαγγέλης Βενιζέλος (απλή σύμπτωση;)
Όμηρος Ταχμαζίδης
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10.7.2013