Πριν από πολλά χρόνια, βρέθηκα στην Πάτμο για τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Είμαστε μια εύθυμη παρέα 3-4 φίλων, που απολαμβάναμε την ωραία θάλασσα και τον ήλιο. Ένα βράδυ, και καθώς οι νέοι πάντα αναζητούν τη διασκέδαση και τις νέες γνωριμίες, αποφασίσαμε να αφήσουμε την Σκάλα, όπου συνήθως βγαίναμε τα βράδια και να ανέβουμε στην Χώρα για φαγητό και ποτό. Θα επισκεπτόμασταν την Χώρα για πρώτη φορά, μιας και δεν είχαμε αυτοκίνητο και επιπλέον τα δρομολόγια των λεωφορείων σταματούσαν αρκετά νωρίς, οπότε θα έπρεπε στο γυρισμό να επιστρέψουμε στη Σκάλα με τα πόδια.
Πράγματι, ξεκινήσαμε από νωρίς την περιπλάνηση μας στα σοκάκια της όμορφης Χώρας, πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δειπνήσαμε, και στο τέλος καταλήξαμε σε ένα μπαρ που υπήρχε στην Χώρα, για να πιούμε ένα ποτό. Το μπαρ βρισκόταν στον πανέμορφο χώρο ενός νησιώτικου δίπατου αρχοντικού με εσωτερική αυλή, πηγάδι και δέντρα. Ένα όνειρο θερινής νυκτός!
Το αρνητικό βέβαια ήταν η πολυκοσμία! Ούτε στην Αθήνα να βρισκόμαστε! Γινόταν μέσα-έξω το «πατείς με πατώ σε», από Έλληνες και ξένους. Με τα ποτά στο χέρι, προσπαθούσαμε να σταθούμε στον ασφυκτικά γεμάτο χώρο του μπαρ. Με τα πολλά, κατάφερα να βρω ένα άνοιγμα προς τη μπάρα και να χωθώ, τουλάχιστον για να ακουμπήσω το ποτήρι και τον αγκώνα μου. Έτσι, μπορέσαμε να «παρκάρουμε» για λίγο. Τότε όμως, ξεκίνησε και το ουσιαστικό δρώμενο της ιστορίας.
Από τη στιγμή που προσέγγισα στη μπάρα, πήρε το μάτι μου έναν τύπο με μαύρο μπλουζάκι και με ξενικά χαρακτηριστικά, που ήταν ακριβώς δίπλα μου καθισμένος σε σκαμπό, να με κοιτάζει παράξενα. Του είχα γυρισμένη την πλάτη, αλλά είμαστε τόσο κοντά που μπορούσα να νιώσω πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή, μου πέρασε από το μυαλό πως ήταν γκέι, όμως ο λόγος τελικά ήταν άλλος. Κάποια στιγμή με σκούντηξε και εγώ γύρισα να δω τι θέλει. Ο τύπος φανερά ενοχλημένος, άρχισε να μου μιλάει, σχεδόν γαβγίζοντας και πυροβολώντας με, με τσάτρα πάτρα κακοποιημένες ελληνικές λέξεις και με βαριά γερμανική προφορά που έκανε το (ρ) (γ).
Μια φάτσα ξεφλουδισμένη και καμένη από τον ήλιο, που ο θυμός είχε αλλοιώσει τα έτσι και αλλιώς άσχημα χαρακτηριστικά της, αποκάλυψε τον λόγο της ανησυχίας της και των συνεχών ξεφυσημάτων που έκανε ως φώκια. Άρχισε να μου λέει με επιτιμητικό, θυμωμένο ύφος:
-«Γιατί εσείς οι Έλληνες ανεβαίνετε στη Χώγα;»
-«Τι λες ρε φίλε, πας καλά;» του απάντησα έκπληκτος εγώ.
-«Γιατί ανεβαίνετε στη Χώγα;» επέμενε αυτός, «Να κάθεστε οι Έλληνες στην Σκάλα, τι δουλειά έχετε στη Χώγα; Δεν βλέπεις που ντεν χωγάνε;»
-«Βρε, αι πάγαινε από εδώ, που θα μου πεις εσύ στην πατρίδα μου που θα πάω και που όχι!» του απάντησα εκ νέου, μόλις κατάλαβα το λόγο της ενόχλησης του, τσαντισμένος από την αναίδεια του.
-«Εγώ μένω στη Χώγα και τα πιο πολλά σπίτια τα έχουν Γεγμανοί. Εσείς γιατί έγχεστε εντώ; Φασαγία πολύ κάνετε και ντεν χωγάτε. Να φύγετε από την Χώγα!!» συνέχισε να λέει με τον γνωστό γερμανικό τρόπο, που και σε αγαπώ να θέλει να σου πει, μοιάζει σαν να σε βρίζει.
-«Δεν πάω πουθενά ρε, εδώ θα μείνω!» του αντέτεινα και εγώ.
Ευτυχώς η μουσική κάλυπτε κάπως την ένταση των λόγων, αλλά η συζήτηση τράβηξε την προσοχή των φίλων μου. Με ρώτησαν τι συμβαίνει και τους εξήγησα πως ο Γερμαναράς θέλει να μας διώξει από την Χώρα. Τον στραβοκοίταξαν όλοι μαζί και ο Γερμανός αναγκάστηκε να λουφάξει. Έβραζε στο ζουμί του, αλλά και εγώ αδιαφορώντας πλέον απολάμβανα να του τη σπάω. Παραγγείλαμε και άλλα ποτά. Έτσι, ο πρώτος που έφυγε, ήταν αυτός.
Χαράματα πήραμε με τα πόδια τον δρόμο της επιστροφής για την Σκάλα. Από πάνω μας μια φωτεινή πανσέληνος, που είχα την αίσθηση ότι ήταν η πιο μεγάλη και πιο κοντινή στην γη από όσες είχα δει ποτέ. Ήταν λένε η «γαλάζια» πανσέληνος, ένα σπάνιο φαινόμενο, που είχε διαφημιστεί εκείνον τον Αύγουστο αρκούντως.
Κάπου εδώ τελείωσε η ιστορία και πέρα από μια συζήτηση που κάναμε την επομένη, δεν μας είχε απασχολήσει σοβαρά το θράσος του Γερμανού. Μάθαμε όμως από κάποιον Πάτμιο, που κατηγορούσε τους συντοπίτες του, ότι έχουν πουλήσει τα περισσότερα αρχοντικά της Χώρας σε ξένους και πως οι ίδιοι, είτε έχουν έρθει στην Αθήνα, είτε δουλεύουν τον χειμώνα ως επιστάτες συντήρησης και κηπουροί στα σπίτια των ξένων. Έδωσαν δικαιώματα. Όμως, τόσα χρόνια μετά και υπό το φως των σημερινών εξελίξεων που απειλούν το ξεπούλημα της χώρας, το «αθώο» περιστατικό με τον Γερμανό στην Χώρα της Πάτμου, αποκτά μια άλλη προοπτική και μια άλλη σημειολογία. Το ενδεχόμενο δηλαδή, να γίνει ο Έλληνας ανεπιθύμητος ξένος και θύμα ρατσισμού από τους εποικιστές στην ίδια του την χώρα.
Αν δεν έχει ήδη γίνει…
Γεράσιμος Γερολυμάτος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 29.4.2013