Πριν περάσουμε όμως στην «ανάγνωσή» του, θα πρέπει να μιλήσουμε για το κίνημα του Νεοκλασικισμού: στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, στην Ευρώπη αναβιώνει το ενδιαφέρον για τα κλασικά μοτίβα και τα θέματα από την αρχαιότητα, με αφορμή τις ανασκαφές στην Ιταλία, στην Πομπηία και το Ερκουλάνο (Ηράκλειο). Παράλληλα, τα κείμενα του Γερμανού θεωρητικού Βίνκελμαν (»πατέρα» της κλασικής αρχαιολογίας), προβάλλουν ως ιδανικό πρότυπο την αρχαιοελληνική τέχνη »για την μεγαλοπρεπή απλότητά της και την ήρεμη επιβλητικότητά της». Και πράγματι ο Νεοκλασικισμός είναι η τέχνη του ιδανικού: απόλυτος έλεγχος στα καλλιτεχνικά μέσα, έμφαση στο άψογο σχέδιο, εξιδανικευμένη ομορφιά, παγωμένη κίνηση, βλέμμα στραμμένο στο κλασικό παρελθόν – στα μυθολογικά θέματα αλλά και στην αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή ιστορία.
Οι νεοκλασικιστές αναζητούν ένα ιδεώδες που υπήρχε κάποτε, χάθηκε και πρέπει να ξαναβρεθεί και ο σημαντικότερος εκπρόσωπός τους ήταν ο Jacques-Louis David (1748-1825): από το 1789 ως το 1815, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της γαλλικής τέχνης διαμορφώνοντας και το γούστο της εποχής, ακόμα και στη μόδα – τα γνωστά φορέματα σε γραμμή »αμπίρ» που οι κυρίες φορούν μέχρι σήμερα, έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση όχι σε κάποια πασαρέλα αλλά στους πίνακες του David. Tο άστρο του έλαμψε στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης όπου με τους πίνακές του υμνεί τους ήρωές της – ανάμεσά τους, ο αριστουργηματικός και διάσημος »Θάνατος του Μαρά»(1793). Μετά την εκτέλεση τού Ροβεσπιέρου που ήταν προσωπικός φίλος του, ο David φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα αλλά επανέκαμψε στα χρόνια του Ναπολέοντα, ο οποίος του παρείχε την εύνοιά του – και εκείνος τον αποθέωσε μέσα από την τέχνη του, απεικονίζοντάς τον στις πιο ένδοξες στιγμές του. Με την πτώση του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβóνων, κατέφυγε στην Ελβετία αρχικά και έπειτα στις Βρυξέλλες, όπου και πέθανε αυτοεξόριστος, παρά το γεγονός ότι του δόθηκε αμνηστία και του προτάθηκε η θέση του ζωγράφου της βασιλικής αυλής.
Εκεί στις Βρυξέλλες, μακριά από τη Γαλλία και τις λαμπρές εποχές της δόξας του, ζωγραφίζει αυτόν τον πανέμορφο πίνακα: μέσα στο σπήλαιο της Καλυψούς, σε ένα αφαιρετικό σκηνικό, τοποθετεί τα σώματα των δύο εραστών με τέτοιο τρόπο -ανφάς ο Τηλέμαχος κοιτώντας κατάματα τον θεατή, προφίλ η Εύχαρις που αγκαλιάζει τρυφερά το λαιμό του, ακουμπώντας με κλειστά μάτια στον ώμο του- ώστε να σχηματίζουν ένα τρίγωνο, μια αδιάσπαστη ένωση αγάπης. Η Εύχαρις προσπαθεί να κάνει τη στιγμή να κρατήσει λίγο ακόμα αλλά το χέρι του νεαρού πάνω στο μηρό της τη σπρώχνει απαλά, υπενθυμίζοντάς της ότι πρέπει να φύγει. Το σκοτεινό φόντο αναδεικνύει τα εκπληκτικής ομορφιάς κορμιά τους που σχεδόν ακτινοβολούν, σαν να είναι φτιαγμένα από λευκό μάρμαρο: ο γυμνός κορμός του Τηλέμαχου, το χυτό μπράτσο και η πλάτη της αγαπημένης του καθώς και η γυμνή σάρκα που φαίνεται μέσα από τα ανοίγματα στο πλάι του φορέματός της, δημιουργούν έναν υποβόσκοντα αισθησιασμό ενώ αποθεώνουν την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, ακριβώς όπως τα αρχαιοελληνικά αγάλματα. (Και έχει σημασία ότι αυτή λατρεία για την ιδανική ομορφιά προέρχεται από κάποιον με μια σοβαρή παραμόρφωση στο πρόσωπο, που του δημιουργούσε προβλήματα και στην ομιλία.)
Το σκούρο χρώμα στο βάθος, δίνει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στη λάμψη των εκτυφλωτικών χρωμάτων στα ρούχα – το τρυφερό ροδί στο χιτώνα της νύμφης και το μπλε ρουά, χρώμα βασιλικό, στο μανδύα του Τηλέμαχου με το χρυσό φινίρισμα. Όσο για τις λεπτομέρειες της σύνθεσης, εδώ ο David δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας: προσέξτε τις περίτεχνες μικρές πόρπες που συγκρατούν το φόρεμα της κοπέλας, τη φαρέτρα στην πλάτη της με την υπογραφή του, το κέρας στη μέση του Τηλέμαχου με την ημερομηνία 1818 και βέβαια το αριστουργηματικό κεφάλι του λευκού σκύλου που κοιτάζει ανυπόμονα τον αφέντη του – ένα κεφάλι που παραπέμπει άμεσα στα κεφάλια των αλόγων της ζωφόρου του Παρθενώνα. Στο σύνολό της, η σύνθεση μοιάζει περισσότερο με φωτογραφία παρά με ζωγραφισμένο καμβά και αποτελεί ένα αριστούργημα του Νεοκλασικισμού.
Για πολλούς ο πίνακας θεωρείται δείγμα της παρακμής ενός μεγάλου ταλέντου: ο ηλικιωμένος και απομονωμένος David εγκαταλείπει τα ηρωικά και μεγαλοπρεπή θέματα και απεικονίζει μια ερωτική σκηνή. Προσωπικά διαφωνώ – στον πίνακα συναντάμε την τελευταία λάμψη του ταλέντου του, δοσμένη απόλυτα στην επιδίωξη του μεγαλύτερου ιδανικού τόσο του Νεοκλασικισμού όσο και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού: την ταύτιση εσωτερικής και εξωτερικής ομορφιάς. Ο δημιουργός φτάνει εδώ όσο πιο κοντά θα μπορούσε να φτάσει ένα ζωγράφος στο να αποδώσει το »καλός καγαθός», την τελειότητα μορφής και ψυχής.
Δείτε αυτούς τους δύο νεαρούς εραστές που πρέπει να αποχωριστούν: τα ευγενικά χαρακτηριστικά τους, τη γλυκύτητα και την τρυφερή μελαγχολία της έκφρασής τους, το άδολο, καθαρό βλέμμα του Τηλέμαχου προς τον θεατή, τη γυναικεία ζεστασιά στον τρόπο που τον αγκαλιάζει η Εύχαρις: με μια κίνηση εκφράζει όλα τα συναισθήματά της – λέει σιωπηλά »μείνε» και δεν υπάρχει ανθρώπινο ον από το 1818 μέχρι σήμερα (και για όσο συνεχίζει να υπάρχει το ανθρώπινο είδος), που να μην καταλαβαίνει αυτό το »μείνε». Όλα τα στοιχεία του πίνακα παραπέμπουν και συνθέτουν την ανάμνηση μιας χαμένης Εδέμ. Μοιάζει λες και ο David αποχαιρετά την ομορφιά της ζωής, αλλά ταυτόχρονα θέλει να απαθανατίσει στον καμβά το πνεύμα και τις ελπίδες μιας εποχής που πίστευε ότι το ιδανικό τόσο στην τέχνη όσο και στην κοινωνία ήταν εφικτό…
Αγγέλα Γαβρίλ Φιλίστωρ
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 9.4.2013