Η εταιρεία του κ. Τσάκου είναι μια από τις πιο σημαντικές εφοπλιστικές εταιρείες της Ελλάδος. Δεν γνωρίζουμε ποιο μέλος της οικογένειας ήταν στόχος. Ο Νίκος Τσάκος, 50 ετών, γιός του ιδρυτή της εταιρείας Παναγιώτη Τσάκου, ήταν μέλος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου, μιας εκ των τραπεζών που βρέθηκαν στον κυκλώνα της κρίσης που ταλανίζει το μεσογειακό νησί, και οικονομικά πολύ συνδεδεμένο με την Ελλάδα. Την Κυριακή εξερράγη και άλλη βόμβα στην Λεμεσό, έξω απο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου».
O καπετάν Παναγιώτης Τσάκος σε παλαιότερη συνέντευξή του στο “Κ” της “Καθημερινής” και στην Δήμητρα Καρατώλου.
«Η φτώχεια μού έμαθε πολλά, ο πλούτος τίποτα»
Γεννήθηκε στη Χίο. Καρδαμυλίτης στην καταγωγή και στην ψυχή… Μια ψυχή θαλασσινή, παθιασμένη. Μεγαλωμένος σε ναυτική οικογένεια – η ναυτιλία, όπως λέει, ήταν πεπρωμένο του.
Το 1954 μπάρκαρε για πρώτη φορά ως υπεράριθμος ναυτόπαις. Καπετάνεψε σε ηλικία 26 ετών, την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας που πάντοτε νήστευαν στο σπίτι τους.
Από εκεί και πέρα «το όνειρο μάς ξέφυγε», όπως λέει. Το 1975 ο όμιλος απέκτησε ναυπηγεία στο Μοντεβιδέο, το 1980 ο καπετάνιος συμμετείχε στην ίδρυση της Ελληνικής Ένωσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος HELMEPA.
Το 2002 χτύπησε ελληνικά και το καμπανάκι της Wall Srteet – και η πορεία συνεχίζεται. Σήμερα ο στόλος του Ομίλου Τσάκου, με ηγετική θέση παγκοσμίως στις θαλάσσιες μεταφορές, αριθμεί 90 πλοία.
Αυτά περίπου θα γράφαμε σε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του καπετάνιου. Η γνωριμία μαζί του ξεπερνάει κατά πολύ τυπικότητες και επιτεύγματα. Προσιτός, γελαστός, θορυβώδης, ντόμπρος, αυθεντικός, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σου απαγγείλει αυτολεξεί Θουκυδίδη, να ανεβάσει τους τόνους για την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και να θυμηθεί συγκινημένος κάποια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια στα αγαπημένα του «βορινά κατσάβραχα που βλέπουν στην Ανατολή»…
Σας φωνάζουν «καπετάνιο». Είναι τελικά επάγγελμα ή τρόπος ζωής;
Πάντα αποκαλούσα ανθρώπους που έβλεπα ότι ξεχώριζαν «καπετάνιο». Είναι κυρίως θέμα χαρακτήρα. Να έχεις συναίσθηση ότι καλείσαι στη ζωή να δίνεις λύσεις, όχι να μεταθέτεις το πρόβλημα. Από τα σπουδαία πράγματα μέχρι τα αστεία. Σωστά λοιπόν, είναι τρόπος ζωής! Εγώ δεν είμαι κάτι άλλο. Πιάνω βέβαια τον εαυτό μου να είμαι κάπου προσκεκλημένος και ασυνείδητα να επιβλέπω τα καθίσματα, ενώ δεν έχω καμία δουλειά … (γελάει).
Αναπολώντας τα παιδικά σας χρόνια στη Χίο, τη μητέρα σας… Ποιο ήταν το πιο σημαντικό μάθημα ζωής που σας έδωσε;
Πολλά (συγκινείται)… Κυρίως το μάθημα του μέτρου. Έλεγε: «Όταν γελάς, δε θα χαχανίζεις. Όταν βάζεις μουσική, δε θα τη βάζεις στη διαπασών να περνούν οι άνθρωποι να λένε ο πατέρας τους θαλασσοπνίγεται και ετούτοι κάνουν πάρτι. Και όταν σε ρωτούν αν πεινάς, θα λες Δόξα σοι ο Θεός. Ούτε έχουμε πολλά, ούτε μας λείπει τίποτα. Και να λες «δεν ξέρω». Αυτό το τελευταίο ποτέ δεν το έμαθα (γελάει). Με ρωτούσαν: «Λάβατε γράμμα Παναγιωτάι; Λάβαμε! Είχε τσέκι μέσα; Είχε!». Χαρτί και καλαμάρι!
Το μέτρο περιορίζει το πάθος;
Ααα, καμία σχέση! Μαθαίνεις να μη δείχνεις την αγωνία σου, τη χαρά σου. Να μη δείχνεις έτοιμος να καταρρεύσεις. Να στέκεις όρθιος! Γράφει στο άγαλμα του καπετάνιου που έχουμε στα Καρδάμυλα: «Δίνε μου Θεέ μου δύναμη ατράνταχτος να μένω στις τρικυμίες της θάλασσας και της ζωής». Στα μέρη μας είμαστε παθιασμένοι και με το καλό, αλλά και με το κακό… (γελάει).
Την πρώτη φορά που μπαρκάρατε, έχοντας χάσει συγγενείς στη θάλασσα, νιώθατε φόβο;
Κανένα φόβο! Τον αδερφό της μητέρας μου, το Δημήτρη Γραίγο, τον χάσαμε 38 χρόνων. Εκείνος ήταν το μέλλον της οικογένειας. Χωρίς να μου πει κανείς τίποτα, όντας 8 χρόνων, ένιωσα τότε ότι πια εγώ ήμουν ο μεγάλος γιος. Το μόνο πράγμα που φοβήθηκα στη ζωή μου είναι ο φόβος. Με λένε παράτολμο. Πολλές φορές έχω κινδυνέψει, αλλά δεν το έδειξα σε κανέναν. Όσο περνούν τα χρόνια και αποκτάς μια οικογενειακή οντότητα, έρχεται και η συναίσθηση των κινδύνων. Χρειάζεται όμως θάρρος και τόλμη το επιχειρείν. Αν η φθορά γίνεται μεγαλύτερη από την πρόοδο βέβαια, το πράγμα δεν πάει.
Όταν βγήκατε στη στεριά, προσαρμοστήκατε εύκολα;
Ήθελα να είχα μείνει κάνα δύο χρόνια ακόμα στο καράβι, βγήκα πριν κλείσω τα 30. Όμως, ο καπετάν Νικόλας Παπαλιός, το τότε αφεντικό μου, με χρειαζόταν. Θέλω να τονίσω κάτι εδώ. Βρίσκομαι συχνά κατηγορούμενος, γιατί για κανένα συνεργάτη μου δεν έχω αναλυτικό jop description. Τότε κι εγώ δεν ήξερα τι θα πει, αλλά με το απλοϊκό μυαλό μου ρώτησα το αφεντικό μου τι θα πάω να κάνω στο γραφείο…
Με απασχολούσε τι θα πω στους ανθρώπους εκεί… Και μου είπε: «Τι θα πει τι θα κάνεις, βρε παιδάκι μου; Τη δουλειά μας θα πας να κάνει!». Κι όταν το είπα αυτό στους άλλους, έλεγαν: «Κοίτα τον πονηρό, δεν μας λέει!». Και άρχισε ένα μυστήριο, ανέβηκαν οι μετοχές μου!
47 χρόνια με την Ειρήνη….
Με τη σύζυγό σας πώς γνωριστήκατε;
Είμαστε μακρινά ξαδέρφια, γνωριζόμαστε μια ζωή. Η Ειρήνη ήταν τότε φοιτήτρια της Ιατρικής, το καμάρι μας! Είχα αλληλογραφία μαζί της. Ε, το ένα φέρνει τ΄άλλο… Αφού τα βρήκαμε, σκεφτόμασταν πώς θα το πούμε στις οικογένειες…. Παντρευτήκαμε το 1961.
Τι θαυμάζετε σε εκείνη;
Πολλά! Κυρίως την αξιοπρέπεια και την αυτοπειθαρχία της.
Και εκείνη είναι του μέτρου;
Όχι. Είναι απόλυτη, από τους πιο αδαμάντινους χαρακτήρες που μπορεί να συναντήσει κάποιος στη ζωή του. Αλλά ως σύζυγος δε σε προκαλεί, δε σου επιβάλλεται. Και ας μην αναφέρω τις χάρες της ως μητέρα…
«Ποτέ δεν είχα αυλικούς»
«Πολλές φορές το μέγεθος των κατορθωμάτων ενός ανθρώπου μάς ωθεί να τα χαρακτηρίσουμε σαν κυήματα φαντασίας αδιαφορώντας αν έτσι καταδικάζουμε τον αετό, γιατί δεν έχει ακριβείς διαστάσεις κύκνου…», είχατε πει. Ως αυτοδημιούργητος το έχετε αισθανθεί;
Ναι, συχνά. Πολλές φορές αναπολώντας με τη γυναίκα μου τα πρώτα χρόνια, βρίσκουμε ότι κάτι μας ξέφυγε: ή το όνειρο ήταν λίγο ή η πραγματικότητα τρελάθηκε. Δεν πρέπει να φοβόμαστε να ονειρευτούμε και να βάζουμε υψηλούς στόχους. Αν πάντως δεν είχα τη γυναίκα που έχω, δε θα τολμούσα πολλά. Το DNA μου θα έφτανε μέχρι ένα βαποράκι όπου θα ήμουν καπετάνιος. Αλλά ίσως δεν επεδίωκα συνειδητά όλα αυτά. Ήμουν ένα επαρχιωτόπουλο, κλεισμένο μέσα σε βαπόρια. Και το να βγω ακόμα να περπατήσω στον Πειραιά ήταν γεγονός! Εκείνη είχε άλλα ερεθίσματα και έβλεπε πιο μακριά. Ποτέ δε δίστασε να τολμήσει! Το 1961 μας πάντρεψε ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Από πού και ώς που; Επειδή η γυναίκα μου ήταν στη νεολαία των Προοδευτικών. Είχε άνεση, τόλμη, τσαγανό και με βοήθησε φοβερά να χτίσω την αυτοπεποίθησή μου και να ανεβάζουμε ολοένα και πιο ψηλά τον πήχυ.
Σε πρόσφατη ομιλία σας στη Χίο, με το που πλησιάσατε το μικρόφωνο, κάποιοι άρχισαν να χειροκροτούν και είπατε «ε, περιμένετε να μιλήσω πρώτα». Όταν έχεις φτάσει τόσο ψηλά, πώς ξεχωρίζεις τους φίλους από την αυλή;
Εύκολη η απάντηση και η διάκριση. Και η αυλή ξεχωρίζει και εκείνοι που έχουν αυλή. Εγώ δεν είχα ποτέ. Εδώ οι φίλοι μου με βρίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εγώ φταίω για όλα (γελάει). Όσοι πάνε να πλησιάσουν με άλλες προθέσεις βλέπουν ότι δεν τους σηκώνει το κλίμα.
Οι καλύτεροι φίλοι σας είναι από τα παλιά; Από τη ναυτιλία;
Από διάφορους τομείς και το επιδιώκω όσο περνάει ο καιρός και περισσότερο, γιατί σου ανοίγει το μυαλό και τη διάθεση. Ο άνθρωπος που μπορείς να επικοινωνήσεις διακρίνεται και μπορείτε να γίνετε φίλοι, έστω και αν δε βλέπεστε συχνά. Έχω την τύχη να έχω πολλούς πιστούς φίλους. Υπάρχουν και άνθρωποι με τους οποίους πρέπει να συνεργάζομαι και ίσως με βαριούνται περισσότερο από όσο τους βαριέμαι εγώ (γελάει), αλλά είμεθα καταδικασμένοι να ζούμε μαζί.
Έχει πολιτικό κόστος να τολμήσεις…
Άσε το πολιτικό κόστος, παιδί μου. Έχει πέσει αυτό το κακό στην κοινωνία μας! Ο κόσμος πασχίζει να εξηγήσει γιατί δε λύνεται το θέμα, ενώ κανείς δε θυμάται ότι είμαστε εδώ για να το λύσουμε.
Πώς επιβιώνει τελικά το σύστημα;
Επιβιώνει; Κανένας δεν τολμάει να θυσιάσει κάτι λίγο δικό του, για να πάμε τόσο λίγο μπροστά. Κανείς δεν τον παραδέχεται. Κανένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, για να μην ξεβολευτεί. Και το θέμα της ναυτιλίας… Λένε ότι μιλάμε για να λύσουμε το δικό μας πρόβλημα. «Τόσο πίσω είναι ο καπετάν Παναγιώτης και ακόμη ψάχνεται με τους Έλληνες;». Γιατί κανείς δε δέχεται ότι ο κάθε καπετάν Παναγιώτης μπορεί να ασχολείται για να δει λιγάκι παραέξω και να κάτσει να διανοηθεί πού θα πάει αυτός ο τόπος, όταν στη ναυτιλία δε θα υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί ούτε για τα βαπόρια, ούτε για τα γραφεία; Πού θα πάει η ναυτοσύνη και η παράδοση χιλιάδων χρόνων ναυτικής κληρονομιάς;
Έχετε μιλήσει για τη μαγεία του επαγγέλματος του ναυτικού. Για τους νέους, εκτός από τους υψηλούς μισθούς, τι άλλο κίνητρο υπάρχει;
Όλα! Θα’ θελα να ξεύρω τι λείπει. Πρόσφατα ήμουν με δύο λεβεντόπαιδα μηχανικούς και τους ρώτησα γιατί δεν έρχονται οι νέοι μας στη θάλασσα. Και είπαν ότι μάλλον είναι απληροφόρητοι. Η πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη, η κοινωνια, εσείς τα ΜΜΕ.
Δεν είδα καμία εκπομπή που να μιλάει με καλοσύνη και με λαχτάρα για τη θάλασσα.
90% του παγκόσμιου εμπορίου γίνεται με τα βαπόρια και 99,999% φτάνουν στον προορισμό τους, στην ώρα τους και πιο φτηνά και πιο καθαρά και πιο γρήγορα από όλα.
Η δική μας ευθύνη ως πολίτες;
Είμεθα τακτοποιημένοι και χορτασμένοι. Βλέπουμε έναν άνθρωπο να σφαδάζει στην άσφαλτο και δε σταματάμε.
Όταν είμαστε στο βαπόρι και λάβουμε ένα σήμα κινδύνου, τρέχουμε χιλιάδες μίλια μακριά να σώσουμε εχθρούς, φίλους, αλλοδαπούς, Έλληνες…
Αυτό αλλάζει;
Εεε, αλλάζει! Ας ανοίξουμε τους ορίζοντές μας. Ας βάλουμε λιγάκι θαλασσινό αέρα και αλμύρα να αναπνεύσει ο κόσμος, να καθαρίσει λιγάκι αυτή η εσωστρέφεια που μας διακατέχει!
«Να στραφούμε στη θάλασσα»
Αν σκεφτείτε τον Παναγιώτη Τσάκο όταν ξεκινούσε και τώρα, τι έχει αλλάξει, τι έχει μείνει ίδιο;
Όσο περνούν τα χρόνια γίνομαι λιγότερο απαιτητικός, πιο συγκαταβατικός. Ίδιο, δεν ξέρω, κόρη μου, ελπίζω όλα…
Θρησκευόμενος ήσασταν πάντοτε;
Είμαι ένας άνθρωπος από χωριό, από νησί… Τι ήταν η ζωή μας όσο ζούσαμε εκεί; Η εκκλησία, το σχολείο, τα χωράφια, οι βαρκούλες… Ο παπάς της ενορίας ήταν το ίνδαλμά μας. Στον αυλόγυρο κάτω από το σταυρό μεγαλώσαμε… όλα αυτά δημιουργούν βιώματα. Να ήξερες πώς βγήκαμε στη ζωή, πότε πρωτοβάλαμε παπούτσια, πόσες ώρες δουλεύαμε, πόσες διαβάζαμε, μόνο η ιδέα ότι ο πατέρας μας θαλασσοπνιγόταν, όπως έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου… να λαμβάνεις ένα γράμμα το μήνα και να είναι ήδη ενός μηνός παλιό… Όταν ταξιδεύεις στον ωκεανό, ξέρεις πώς ανυπομονείς να πιάσεις Ράδιο – Αθήνα να ακούσεις το Χριστός Ανέστη; Από σεβασμό στους γονείς, μπορείς να μην ακολουθήσεις την ίδια παράδοση, όταν βλέπεις ότι είναι τόσο ιερό για τους ανθρώπους στους οποίους οφείλεις τα πάντα; Αν αφήσουμε αυτά τα ινδάλματα να πέσουν, με τι θα τα αντικαταστήσουμε; Λένε η θρησκεία είναι το όπιο των λαών. Ε, για να δούμε, βρείτε άλλο όπιο!
Μέχρι σήμερα, η πιο σημαντική στιγμή σας;
Όταν έγινα καπετάνιος.
Και προσωπικά και επαγγελματικά;
Όταν έγινα καπετάνιος! Στο λέω με πλήρη αυτογνωσία. Είχα τόση αγωνία μέχρι να πάρω τα διπλώματα… Μετά όλα λύθηκαν. Σαν να πήρε το δρόμο του το πεπρωμένο.
Αν μηδενίζατε το κοντέρ, θα αλλάζατε κάτι;
Θα ήμουν περισσότερο επιφυλακτικός, κακά τα ψέματα. Το παρακάνω ώρες – ώρες, αλλά υπήρξα τυχερός. Γενικά δεν είμαι γεννημένος να ζω με προφυλάξεις και επιφυλακτικότητα.
Λένε ότι για να γίνεις πλούσιος δεν πας με το σταυρό στο χέρι. Πώς το σχολιάζετε;
Με το σταυρό στο χέρι… Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούν. Αλλά να πίνεις το αίμα του διπλανού σου, του συνεργάτη σου…
Θα γίνει μία, δύο, την τρίτη θα στο πιει εκείνος. Η σκληρή δουλειά, η συνεπής και δίκαιη αντιμετώπιση των συνεργατών σου και των ανθρώπων με τους οποίους συναλλάσσεσαι είναι το Α και το Ω της επιτυχίας σου!
Τι σας έμαθε η φτώχια, τι σας έμαθε ο πλούτος;
Η φτώχια πολλά! Να είμαστε αυτοί που είμαστε, να λαχταρούμε ό,τι δεν είμαστε και δεν έχουμε και να το αναγνωρίζουμε, να το χαιρόμαστε, να το καμαρώνουμε όταν το αποκτούμε και να λέμε Δόξα σοι ο Θεός. Ο πλούτος, αν θεωρούμεθα πλούσιοι, νομίζω δε μου έμαθε τίποτα… γιατί δεν έχω ζήσει πλούσια, πρέπει να το πιστέψεις.
Τι είναι για εσάς πλούτος;
Πρέπει να είναι να νιώθεις καλά, να χαίρεσαι όσα έχεις, να μη σου λείπει τίποτα. Αλλά να μην τα έχεις και μπουχτισμένα, γιατί τότε….
Κάτι που θα θέλατε να ακουστεί;
Να γνωρίσουμε τη θάλασσα, με αγάπη, με θαυμασμό, με καμάρι!
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 28.3.2013