Για την οικογένειά µου, σήµερα είναι 14 Ιουλίου 1099. Για την οικογένεια του Γιακόβ, του παιδικού µου φίλου µε τον οποίο έπαιζα στους δρόµους της πόλης µας, της Ιερουσαλήµ, βρισκόµαστε στο 4859 – του αρέσει πολύ να λέει ότι η εβραϊκή θρησκεία είναι παλιότερη από τη δική µου. Για τον αξιοσέβαστο Ιµπν αλ-Αθίρ , που θα αφιερώσει τη ζωή του στην καταγραφή µιας ιστορίας που τώρα φτάνει στο τέλος της, βρισκόµαστε στα τέλη του έτους 492. ∆ε συµφωνούµε στις ηµεροµηνίες, ούτε στον τρόπο µε τον οποίο λατρεύουµε το Θεό, αλλά κατά τα άλλα η συνύπαρξή µας έχει υπάρξει πολύ καλή.
Πάει µία εβδοµάδα που συναντήθηκαν οι διοικητές µας: τα στρατεύµατα των Γάλλων είναι πολύ ανώτερα και πολύ καλύτερα εξοπλισµένα από τα δικά µας. Μας είπαν να διαλέξουµε: να εγκαταλείψουµε την πόλη ή να πολεµήσουµε µέχρι θανάτου, επειδή σίγουρα θα ηττηθούµε. Οι περισσότεροι αποφασίσαµε να µείνουµε.
Οι µουσουλµάνοι αυτή τη στιγµή είναι συγκεντρωµένοι στο τέµενος αλ-Ακσά, οι εβραίοι διάλεξαν τον Πύργο του ∆αβίδ και οι χριστιανοί, διάσπαρτοι σε διάφορες συνοικίες, έχουν αναλάβει να υπερασπιστούν το νότιο µέρος της πόλης.
Έξω από τα τείχη βλέπουµε ήδη πολιορκητικούς πύργους, κατασκευασµένους από ξύλα παρµένα από πλοία που αποσυναρµολογήθηκαν ειδικά γι’ αυτό το λόγο. Από τις κινήσεις των στρατευµάτων του εχθρού, υποθέτουµε ότι θα επιτεθούν αύριο το πρωί – χύνοντας αίµα στο όνοµα του πάπα, της «απελευθέρωσης» της πόλης, της «θείας βούλησης».
Σήµερα, στο αίθριο όπου πριν από µία χιλιετία ο Ρωµαίος έπαρχος Πόντιος Πιλάτος παρέδωσε τον Χριστό στο πλήθος για να σταυρωθεί, µια οµάδα αντρών και γυναικών κάθε ηλικίας συναντήθηκε µε τον Έλληνα που εδώ όλοι µας τον ξέρουµε ως Κόπτη.
Ο Κόπτης είναι παράξενος τύπος. Άφησε την πατρίδα του την Αθήνα όταν ήταν ακόµα έφηβος, αναζητώντας χρήµα και περιπέτειες. Κατέληξε να χτυπήσει τις θύρες της πόλης µας µισοπεθαµένος από την πείνα• τον καλοδέχτηκαν και σιγά σιγά εγκατέλειψε την ιδέα να συνεχίσει το ταξίδι του, αποφασίζοντας να εγκατασταθεί εδώ.
Βρήκε δουλειά σε έναν παπουτσή και –όπως και ο Ιµπν αλ-Αθίρ αργότερα– άρχισε να καταγράφει για τις µελλοντικές γενιές ό,τι έβλεπε και άκουγε. ∆εν υιοθέτησε καµία θρησκευτική πρακτική, και κανείς δεν προσπάθησε να του αλλάξει γνώµη. Για εκείνον, δε βρισκόµαστε ούτε στο 1099 ούτε στο 4859 ούτε, πολύ λιγότερο, στα τέλη του έτους 492. Ο Κόπτης πιστεύει µόνο στο παρόν και σ’ αυτό που αποκαλεί Μοίρα – στον άγνωστο θεό, στη Θεϊ-κή Ενέργεια, που υπαγορεύει έναν και µόνο νόµο, τον οποίο κανείς δεν µπορεί να παραβεί, διαφορετικά ο κόσµος θα χαθεί.
∆ίπλα στον Κόπτη στέκονταν οι πατριάρχες των τριών κύριων θρησκειών της Ιερουσαλήµ. Κανείς άρχοντας της πόλης δεν εµφανίστηκε για όσο διήρκεσε η συζήτηση, καθώς ήταν όλοι τους απασχοληµένοι µε την αντίσταση, την οποία εµείς θεωρούµε εντελώς άσκοπη.
«Πολλούς αιώνες πριν, ένας άνθρωπος κρίθηκε και καταδικάστηκε σε τούτη την πλατεία», άρχισε ο Έλληνας. «Στο δρόµο που πηγαίνει προς τα δεξιά προσπέρασε µερικές γυναίκες. Μόλις τις είδε, είπε: Μην κλαίτε για µένα, να κλαίτε για την Ιερουσαλήµ. Προφήτευσε αυτό που συµβαίνει τώρα. Από αύριο η αρµονία θα µετατραπεί σε διχόνοια. Η χαρά θα αντικατασταθεί από τη µάχη. Η ειρήνη θα παραχωρήσει τη θέση της σε έναν πόλεµο που θα επεκταθεί σε ένα µέλλον τόσο µακρινό, που δεν µπορούµε καν να φανταστούµε το τέλος του».
Κανείς δεν είπε τίποτα, γιατί κανείς µας δεν ήξερε τι ακριβώς ζητούσε εκεί. Θα ήµασταν άραγε υποχρεωµένοι να ακούσουµε ένα ακόµα κήρυγµα για τους κατακτητές που αυτοαποκαλούνται «σταυροφόροι»;
Ο Κόπτης απόλαυσε για λίγο τη σύγχυση που απλωνόταν ανάµεσά µας. Έπειτα από παρατεταµένη παύση, αποφάσισε να µας εξηγήσει:
«Μπορείτε να καταστρέψετε την πόλη, αλλά όχι να βάλετε τέλος σε όλα όσα µας έχει διδάξει. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει η γνώση αυτή να µην έχει την ίδια µοίρα µε τα τείχη µας, τα σπί-τια και τους δρόµους µας.
»Τι είναι όµως η γνώση;»
Καθώς δεν του απάντησε κανείς, συνέχισε:
«∆εν είναι η απόλυτη αλήθεια για τη ζωή και το θάνατο, αλλά αυτό που µας βοηθά να ζήσουµε και να αντιµετωπίσουµε τις προκλήσεις της καθηµερινής ζωής. ∆εν είναι η ευρυµάθεια που προσφέρουν τα βιβλία, που χρησιµεύει µόνο για να τροφοδοτεί ατέρµονες συζητήσεις για όσα συνέβησαν ή θα συµβούν, αλλά η σοφία που υπάρχει στην καρδιά των καλοπροαίρετων αντρών και γυναικών».
Ο Κόπτης είπε:
«Είµαι µορφωµένος, αλλά παρόλο που όλα αυτά τα χρόνια ανακάλυπτα αρχαιότητες, ταξινοµούσα αντικείµενα, κατέγραφα ηµεροµηνίες και συζητούσα για πολιτική, δεν ξέρω τι ακριβώς να πω. Αυτή τη στιγµή όµως ζητάω από τη Θεϊκή Ενέργεια να εξαγνίσει την καρδιά µου. Θα µου κάνετε ερωτήσεις κι εγώ θα τις απαντήσω. Στην Αρχαία Ελλάδα έτσι µάθαιναν οι δάσκαλοι: όταν τους ρωτούσαν οι µαθητές τους για κάτι που οι ίδιοι δεν είχαν ξανασκεφτεί ποτέ πριν, αλλά ήταν υποχρεωµένοι να απαντήσουν».
«Και τι θα κάνουµε µε τις απαντήσεις;» ρώτησε κάποιος.
«Μερικοί θα γράψουν ό,τι λέω. Άλλοι θα θυµούνται τα λόγια µου. Σηµασία όµως έχει να φύγετε απόψε για όλες τις γωνιές της Γης και να διαδώσετε αυτό που θα έχετε ακούσει. Έτσι θα διαφυλαχτεί η ψυχή της Ιερουσαλήµ. Και µια µέρα θα µπορέσουµε να την ανακατασκευάσουµε όχι µόνο ως πόλη, αλλά ως τόπο όπου θα συρρεύσει ξανά η σοφία και όπου θα βασιλέψει ξανά η ειρήνη».
«Όλοι ξέρουµε τι µας περιµένει αύριο», είπε κάποιος άλλος. «∆ε θα ήταν καλύτερο να συζητήσουµε πώς να δια-πραγµατευτούµε για την ειρήνη ή να προετοιµαστούµε για τον πόλεµο;»
Ο Κόπτης κοίταξε τους ιερείς που στέκονταν δίπλα του και στράφηκε ξανά προς το πλήθος.
«Κανείς δεν ξέρει τι µας επιφυλάσσει το αύριο, γιατί για κάθε µέρα αρκεί το κακό και το καλό που αυτή φέρνει. Έτσι, όταν θα ρωτήσετε αυτό που θέλετε να µάθετε, ξεχάστε τα στρατεύµατα που βρίσκονται απέξω και το φόβο που υπάρχει µέσα. Η παρακαταθήκη µας δε θα είναι να πούµε σε αυτούς που θα κληρονοµήσουν τη Γη τι συνέβη σήµερα: αυτό θα το κάνει η Ιστορία. Ας µιλήσουµε λοιπόν για την καθηµερινότητά µας, για τις δυσκολίες που αναγκαστήκαµε να αντιµετωπίσουµε. Μόνο αυτό ενδιαφέρει για το µέλλον, γιατί δεν πιστεύω ότι θα αλλάξουν πολλά τα επόµενα χίλια χρόνια».
Τότε ο γείτονάς µου ο Γιακόβ είπε:
«Μίλησέ µας για την ήττα».
ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ που πέφτει από το δέντρο το χειµώνα να νιώσει ηττηµένο από το κρύο;
Το δέντρο λέει στο φύλλο: «Αυτός είναι ο κύκλος της -ζωής. Μπορεί εσύ να νοµίζεις ότι θα πεθάνεις, όµως συνεχίζεις να υπάρχεις µέσα µου. Χάρη σε σένα ζω, επειδή µου δόθηκε η δυνατότητα να αναπνεύσω. Χάρη σε σένα ένιωσα αγάπη, επειδή µπόρεσα να προσφέρω τη σκιά µου στους κουρασµένους ταξιδιώτες. Οι χυµοί σου έχουν ενωθεί µε τους δικούς µου, είµαστε ένα».
Μπορεί ένας άνθρωπος που ετοιµαζόταν χρόνια για να ανέβει στο ψηλότερο βουνό του κόσµου να νιώσει ηττηµένος όταν φτάνει µπροστά στο βουνό και ανακαλύπτει ότι η φύση το έχει κρύψει µέσα σε µια θύελλα; Ο άνθρωπος λέει στο βουνό: «∆ε µε θέλεις τώρα, όµως ο καιρός θα αλλάξει και µια µέρα θα µπορέσω να ανέβω στην κορυφή σου. Εν τω µεταξύ, περίµενέ µε».
Μπορεί ένας νεαρός, όταν τον απορρίπτει ο πρώτος του έρω-τας, να πει πως δεν υπάρχει αγάπη; Ο νεαρός µονολογεί: «Θα συναντήσω έναν άνθρωπο που θα µπορεί να καταλάβει τι νιώθω. Και θα είµαι ευτυχισµένος σ’ όλη µου τη ζωή».
Στον κύκλο της φύσης δεν υπάρχει νίκη ούτε ήττα: υπάρχει κίνηση.
Ο χειµώνας µάχεται να επικρατήσει, στο τέλος όµως αναγκάζεται να παραχωρήσει τη νίκη στην άνοιξη, που φέρνει µαζί της λουλούδια και χαρά.
Το καλοκαίρι θέλει να κρατήσουν οι ζεστές του µέρες για πάντα, γιατί είναι πεπεισµένο ότι η ζέστη είναι ευεργετική για τη γη. Τελικά όµως αποδέχεται την άφιξη του φθινοπώρου, που θα επιτρέψει στη γη να ξεκουραστεί.
Η γαζέλα τρώει το χορτάρι και την καταβροχθίζει το λιοντάρι. Το θέµα δεν είναι ποιος είναι ο πιο δυνατός, αλλά πώς µας δείχνει ο Θεός τον κύκλο του θανάτου και της ανάστασης.
Στον κύκλο αυτό δεν υπάρχουν νικητές και ηττηµένοι, µονάχα στάδια που πρέπει να ολοκληρωθούν. Όταν το καταλάβει αυτό η καρδιά του ανθρώπου, θα απελευθερωθεί. Θα αποδέχεται χωρίς πόνο τις δύσκολες στιγµές και δε θα αφήνεται να ξεγελαστεί από τις στιγµές της δόξας.
Και τα δύο θα περάσουν. Η µία κατάσταση θα διαδεχτεί την άλλη. Και ο κύκλος θα συνεχιστεί µέχρι να απελευθερωθούµε από τη σάρκα και να συναντηθούµε µε τη Θεϊκή Ενέργεια.
Έτσι, όταν ο παλαιστής βγει στην αρένα –είτε από δική του επιλογή είτε επειδή τον έστειλε εκεί το µυστηριώδες πεπρωµένο–, ας νιώθει χαρά το πνεύµα του για τη µάχη που θα δώσει. Αν διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την τιµή του, δε θα ηττηθεί ποτέ, ακόµα κι αν χάσει τον αγώνα, επειδή η ψυχή του θα είναι άθικτη.
Και δε θα κατηγορήσει κανέναν γι’ αυτό που του συµβαίνει. Από τότε που αγάπησε για πρώτη φορά και τον απέρριψαν κατάλαβε πως αυτό δε σκότωσε την ικανότητά του να αγαπάει. Ό,τι ισχύει στον έρωτα ισχύει και στον πόλεµο.
Όταν χάνουµε µια µάχη ή όλα όσα νοµίζαµε πως είχαµε, ζούµε στιγµές δυστυχίας. Όταν όµως οι στιγµές αυτές περνούν, ανακαλύπτουµε µια άγνωστη δύναµη που υπάρχει µέσα στον καθένα από µας, µια δύναµη που µας εκπλήσσει και αυξάνει τον αυτοσεβασµό µας.
Κοιτάζουµε γύρω µας και λέµε στον εαυτό µας: «Επέζησα». Και χαιρόµαστε µε τα λόγια µας.
Μόνο όσοι δεν αναγνωρίζουν τη δύναµη αυτή λένε: «Έχα-σα». Και νιώθουν λύπη.
Άλλοι όµως, ακόµα κι αν υποφέρουν από την ήττα και ταπεινώνονται από τις ιστορίες που διαδίδουν γι’ αυτούς οι νικητές, επιτρέπουν στον εαυτό τους να δακρύσει, µα ποτέ δε νιώθουν αυτολύπηση. Ξέρουν απλώς πως η µάχη διεκόπη και πως τη συγκεκριµένη στιγµή οι ίδιοι βρίσκονται σε µειονεκτική θέση.
Ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους. Προσέχουν πως βρίσκονται σε ένταση. Πως φοβούνται. Κάνουν έναν απολογισµό της ζωής τους και ανακαλύπτουν πως, παρά τον τρόµο που αισθάνονται, η πίστη καίει ακόµα στην καρδιά τους και τους ωθεί προς τα εµπρός.
Προσπαθούν να µάθουν πού έκαναν λάθος και πού όχι. Εκµεταλλεύονται τη στιγµή που είναι πεσµένοι κάτω για να ξεκουραστούν, για να γιατρέψουν τις πληγές τους, να ανακαλύψουν νέες στρατηγικές και να εξοπλιστούν καλύτερα.
Και φτάνει µια µέρα που τους χτυπά την πόρτα µια καινούρια µάχη. Ο φόβος υπάρχει ακόµα, όµως πρέπει να δράσουν – αλλιώς θα µείνουν πεσµένοι για πάντα. Σηκώνονται, αντικρίζουν τον αντίπαλο και θυµούνται τον πόνο που έζησαν και δε θέλουν να ξαναζήσουν.
Η προηγούµενη ήττα τούς αναγκάζει να νικήσουν τούτη τη φορά, αφού δε θέλουν να ξαναζήσουν τον ίδιο πόνο.
Κι αν η νίκη δεν έρθει αυτή τη φορά, θα έρθει την επόµενη. Κι αν όχι την επόµενη, τη µεθεπόµενη. Το χειρότερο δεν είναι να πέφτεις, είναι να µη σηκώνεσαι.
Ηττηµένος είναι µόνο όποιος παραιτείται. Οι άλλοι είναι όλοι νικητές.
Και θα έρθει η µέρα που οι δύσκολες στιγµές θα είναι µονάχα ιστορίες τις οποίες θα αφηγούνται περήφανοι σε όποιον θέλει να τους ακούσει. Και όλοι θα ακούν µε σεβασµό, και θα µάθουν να έχουν τρία σηµαντικά πράγµατα:
Υποµονή, και να περιµένουν την κατάλληλη στιγµή για να δράσουν.
Σοφία, για να µην αφήσουν την επόµενη ευκαιρία να ξεφύγει.
Και περηφάνια για τις ουλές τους.
Οι ουλές είναι µετάλλια χαραγµένα στη σάρκα τους µε φωτιά και σίδερο και θα τροµάζουν τους εχθρούς τους, γιατί θα δείχνουν πως ο άνθρωπος που στέκεται απέναντί τους έχει µεγάλη εµπειρία στη µάχη. Συχνά αυτό µας κάνει να επιζητάµε το διάλογο και να αποφεύγουµε τις συγκρούσεις.
Οι ουλές µιλούν πιο δυνατά από την κόψη του σπαθιού που τις δηµιούργησε.
«Μίλησέ µας για τους ηττηµένους», ζήτησε ένας έµπορος όταν είδε ότι ο Κόπτης σταµάτησε να µιλάει.
ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΠΕ:
Ηττηµένοι είναι εκείνοι που δεν αποτυγχάνουν.
Η ήττα µάς κάνει να χάσουµε µια µάχη ή έναν πόλεµο. Η αποτυχία δε µας αφήνει να παλέψουµε.
Η ήττα έρχεται όταν δεν καταφέρνουµε να πετύχουµε κάτι που το θέλουµε πολύ. Η αποτυχία δε µας αφήνει να ονειρευτούµε. Η φράση που τη χαρακτηρίζει είναι: «Μην επιθυµείς τίποτα και δε θα υποφέρεις ποτέ».
Η ήττα τελειώνει όταν ριχνόµαστε σε καινούρια µάχη. Η α-ποτυχία δεν έχει τέλος: είναι επιλογή ζωής.
Η ήττα είναι για εκείνους που, αν και φοβούνται, ζουν τη ζωή τους µε ενθουσιασµό και πίστη.
Η ήττα είναι για τους γενναίους, µόνο αυτοί µπορούν να έ-χουν την τιµή τού να χάνουν και τη χαρά τού να κερδίζουν.
∆ε βρίσκοµαι εδώ για να σας πω ότι η ήττα είναι µέρος της ζωής: αυτό το ξέρουµε όλοι. Μόνο οι ηττηµένοι γνωρίζουν τι είναι Αγάπη. Γιατί στο βασίλειο της αγάπης δίνουµε τις πρώτες µας µάχες – και συνήθως χάνουµε.
Βρίσκοµαι εδώ για να σας πω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν ηττήθηκαν ποτέ. Είναι εκείνοι που δεν έδωσαν ποτέ τους µάχη.
Κατάφεραν να αποφύγουν τις ουλές, τις ταπεινώσεις, το αίσθηµα της εγκατάλειψης και τις στιγµές που οι πολεµιστές αµφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού.
Οι άνθρωποι αυτοί µπορούν να πουν µε περηφάνια: «∆εν έχασα ποτέ µου µάχη». Ποτέ τους όµως δε θα µπορέσουν να πουν: «Κέρδισα µια µάχη».
Αυτό ωστόσο δεν τους ενδιαφέρει. Ζουν σε ένα σύµπαν όπου πιστεύουν πως κανείς δεν µπορεί να τους αγγίξει, κλείνουν τα µάτια στην αδικία και στον πόνο, νιώθουν ασφαλείς επειδή δεν είναι αναγκασµένοι να αντιµετωπίσουν τις καθηµερινές προκλήσεις που αντιµετωπίζουν όσοι παίρνουν το ρίσκο να υπερβούν τα όριά τους.
Ποτέ τους δεν άκουσαν «Αντίο». Ούτε και «Γύρισα. Αγκά-λιασέ µε µε τον ενθουσιασµό τού να ξαναβρίσκεις αφού µε είχες χάσει».
Όσοι δεν ηττήθηκαν ποτέ µοιάζουν χαρούµενοι, κι ανώτεροι, κάτοχοι µιας αλήθειας για την οποία δεν κούνησαν ούτε το µικρό τους δαχτυλάκι. Είναι πάντα µε τον πιο δυνατό. Θυµίζουν ύαινες, που τρώνε τα αποφάγια του λιονταριού.
Λένε στα παιδιά τους: «Μην µπλέκεστε σε συγκρούσεις, µόνο να χάσετε µπορείτε έτσι. Να κρατάτε τις αµφιβολίες για τον εαυτό σας και δε θα έχετε ποτέ σας πρόβληµα. Αν σας επιτεθούν, µην προσβληθείτε, ούτε να πέσετε χαµηλά προσπαθώντας να περάσετε στην αντεπίθεση. Υπάρχουν άλλα πράγµατα στη ζωή να µας απασχολούν».
Στη σιωπή της νύχτας, δίνουν µάχες στο µυαλό τους: µάχη µε τα όνειρα που δεν πραγµατοποιήθηκαν, µε τις αδικίες που καµώθηκαν πως δεν κατάλαβαν, µε τις στιγµές δειλίας που κατάφεραν να κρύψουν από όλους –εκτός από τον εαυτό τους– και µε την αγάπη που βρέθηκε στο δρόµο τους µε µια λάµψη στο βλέµµα, αυτή που τους ήταν προορισµένη από το χέρι του Θεού και που ωστόσο δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν.
Και υπόσχονται: «Αύριο θα είναι αλλιώς».
Φτάνει όµως το αύριο και µαζί του και η ερώτηση που τους παραλύει: «Κι αν πάνε όλα στραβά;»
Έτσι λοιπόν δεν κάνουν τίποτα.
Αλίµονο σε όσους δεν ηττήθηκαν ποτέ! ∆ε θα τους νικητές σε τούτη τη ζωή.
«Μίλησέ µας για τη µοναξιά», είπε µια κοπέλα που επρόκειτο να παντρευτεί το γιο ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της πόλης και που τώρα ήταν αναγκασµένη να φύγει για να γλιτώσει.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 23.2.2013, Μαγδαληνή Ντούκα Μοντεσάντου