Κι αυτό γιατί ο Αλέξης Τσίπρας το τελευταίο διάστημα πέφτει από το ένα λάθος στο άλλο. Για την ακρίβεια διαψεύδει τον εαυτό του. Ίσως η πιο ηχηρή διάψευση του ήταν οι πρόσφατοι όρκοι του στο ευρώ, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με παλαιότερη δήλωσή του η οποία έλεγε ότι δεν μπορούμε να βάλουμε το ευρώ πάνω από τις ζωές των Ελλήνων. Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που η ευφορία για την αποφυγή του μεγάλου κραχ είναι επίπλαστη και έχει να κάνει με τις γερμανικές εκλογές.
Ήταν ο Γάλλος υπ. Εργασίας εκείνος που δήλωσε ότι η Γαλλία έχει ήδη χρεοκοπήσει. Είναι ο Κάμερον εκείνος που κάνει λόγο για δημοψήφισμα εξόδου από το ευρώ. Είναι ο Σόιμπλε που δυσφορεί μπροστά στον εξαναγκασμό των συμπολιτών του να αναλάβουν και την διάσωση της Κύπρου.
Και σ΄αυτό το σημείο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Aλήθεια πόσο ασφαλής είναι η “διάσωση” της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας; Γιατί αίφνης εξαφανίστηκαν τα πρωτοσέλιδα πανικού των διεθνών ΜΜΕ για τις χώρες του Ευρωπαικού Νότου;
Η απάντηση δεν είναι άλλη από την επιρροή που ασκεί η Γερμανία, μέσω των διπλωματών της, σε ισχυρούς μηντιακούς ομίλους αλλά και η απαίτηση να κατέβουν οι τόνοι από τους πολιτικούς ηγέτες που συμμετέχουν στο Eurogroup. Η κρίση είναι εδώ. Τουλάχιστο οι Έλληνες πολίτες το διαπιστώνουν καθημερινά και με βίαιο τρόπο. Σήμερα στο χυδαίο και απάνθρωπο χαράτσι της ΔΕΗ έχει προστεθεί το χαράτσι των αυτοκινήτων 2.000 κυβικών ενώ έρχονται νέα απίστευτα βίαια χαράτσια στα ακίνητα. Σε αντίθεση με την αισιοδοξία του Στουρνάρα και του Προβόπουλου, εμείς εδώ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» πιστεύουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στην τελική ευθεία εξόδου από το ευρώ. Την έξοδο επιταχύνει η κυβερνητική συμπαιγνία των 3 της συγκυβέρνησης: Κανείς από τους συγκυβερνώντες δεν έχει την θέληση να μεταρρυθμίσει το κράτος απολύοντας ανεπαρκείς δημοσίους υπαλλήλους. Κανείς τους δεν έχει διάθεση να πουλήσει τον ΟΠΑΠ, το Ελληνικό, τα ΕΛΠΕ, τη ΔΕΠΑ και τη ΔΕΣΦΑ. Μόνο με κάτι «δεύτερα» ακίνητα και κάποια λιμάνια τα οποία θα επιχειρήσουν επικοινωνιακά να παρουσιάσουν σαν “ουάου” αποκρατικοποιήσεις θα τη βγάλουμε. Ήδη ο Βορίδης δήλωσε ότι δεν βλέπει με καλό μάτι την αποκρατικοποίηση του ΟΠΑΠ και αυτού του είδους οι φωνές, που θέλουν τα περιουσιακά στοιχεία στον έλεγχο των ντόπιων ολιγαρχών, όσο περνάει ο καιρός θα αυξάνονται. Αυτό το γνωρίζουν και ο εταίροι μας και πιέζουν με κάθε τρόπο να ολοκληρωθούν στο πρώτο τρίμηνο αποκρατικοποιήσεις σαν κι αυτή του ΟΠΑΠ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ κλπ.
Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας.
Η Ελλάδα πηγαίνει το 2013 με μεγαλύτερη ταχύτητα στα βράχια απ΄ότι τα δύο προηγούμενα χρόνια και για έναν ακόμη λόγο, τον περίφημο αστάθμητο παράγοντα που θα μπορούσε να είναι μια στιγμιαία έκρηξη απόγνωσης σε μια χώρα της οποίας οι πολίτες έχουν μεταβληθεί σε εν δυνάμει εκρηκτικούς μηχανισμούς οργής. Η ανέχεια, η φτώχια και η επίδειξη καταστολής από της δυνάμεις του Δένδια διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό τοπίο στο οποίο όλα είναι πιθανά. Ακόμη και μια δικτατορία. Μια δικτατορία είναι πολύ πιθανή σε μια χώρα που η «Χρυσή Αυγή» έχει καταλάβει ήδη τα έδρανα του κοινοβουλίου. Όλα είναι πλέον πιθανά, όταν ακούς κραυγές απόγνωσης αναπήρων συμπολιτών μας η με ανίατες ασθένειες, που τους πετσοκόβουν τις συντάξεις, τους μισθούς, τα φάρμακα.
Αυτό το εύφλεκτο περιβάλλον θα γίνει φλεγόμενη αποθήκη εκρηκτικών όταν οι πολίτες χάσουν την τελευταία ελπίδα διεξόδου την οποία εναποθέτουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η προοπτική διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ κρατούσε σε καταστολή τα πλήθη. Δυστυχώς όμως για τον ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και για τον Σαμαρά), το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χάνει έδαφος, και η ελπίδα διεξόδου απομακρύνεται. Λέμε δυστυχώς και για τον Σαμαρά γιατί ως ένα βαθμό αυτή η ελπίδα νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και εξόδου από το Μνημόνιο κρατούσε το κόσμο εν υπνώσει. Όταν διαπιστώσουμε ότι πλέον έχει χαθεί η ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Δένδιας και ο Σαμαράς θα πρέπει να τρέμουν για την κάθε επόμενη στιγμή εξαιτίας της συσσωρευμένης οργής η οποία δεν εκτονώνεται.
Και τότε θα έλθει ο Σημίτης! Για την ακρίβεια ο Σημίτης είναι ήδη εδώ. Και η ομάδα του. Αυτό που πήγε πίσω τους Σημιτικούς ήταν η επιλογή του Σαμαρά (;) να αναθέσει στον Στουρνάρα το υπ. Οικονομικών.
Στουρνάρας, Φλωρίδης, Σημίτης είχαν πυκνώσει τις επαφές τους ως την στιγμή που ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ-το οποίο παραμένει ακέφαλο-έγινε υπ. Οικονομικών. Η τριανδρία διατηρούσε δίαυλο επικοινωνίας και με τον Αλέκο Παπαδόπουλο. Η ομάδα αποσπειρώθηκε όλους αυτούς τους μήνες που ο Στουρνάρας έτρεχε για να πάρει τη δόση του. Ο υπουργός Οικονομικών το τελευταίο διάστημα αντιλαμβάνεται ότι ο Σαμαράς τον έχει παγιδεύσει. Κι αυτό γιατί ο πρωθυπουργός και οι άλλοι δύο της συγκυβέρνησης, είναι δέσμιοι συμφερόντων, συντεχνιών και του παρακράτους του Δημοσίου. Από την άλλη ο Στουρνάρας έχει δεσμευθεί στον Σόιμπλε ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις του για τις μεταρρυθμίσεις και το κυνηγητό των φοροφυγάδων. Ήταν ο Στουρνάρας που έφερε πίσω την λίστα Λαγκάρντ και ακολούθησε η Προανακριτική, ας μην το ξεχνάμε. Ο υπ. Οικονομικών λοιπόν αντιλαμβάνεται σε τι λούμπα έχει πέσει και επιστρέφει στην παλιοπαρέα των Σημιτικών, ιδιαίτερα μετά τις απογοητευτικές μετρήσεις του Λοβέρδου.
Οι Σημιτικοί διαπιστώνουν ότι μόνο αν έχει ρόλο ο Σημίτης –επικεφαλής του σχήματος (;)- θα μπορέσουν να επανέλθουν δυναμικά και να πάρουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση της χώρας. Εδώ θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς για την αδυναμία της διαπλοκής-μόνο του Μπόμπολα θα έλεγα εγώ-στο πρόσωπο του Σημίτη. Ακόμη κι αυτό-το γεγονός ότι το δελτίο του Μega θα προτιμούσε τον Σημίτη στη θέση του Σαμαρά-αποτελεί ένα από τα χαρτιά των Σημιτικών. Σύμφωνα με πληροφορίες μας ο Γιάννης Στουρνάρας έχει πυκνώσει τελευταία τα κατ΄ιδίαν ραντεβού του με τον Κώστα Σημίτη. Η λύση Σημίτη, αποτελεί μια πρόκληση και για τους Γερμανούς οι οποίοι πολλοί θα ήθελαν να δουν τον άνθρωπο που μας έβαλε με αλχημείες-όπως λέγεται-στο ευρώ να πιάνει στα χέρια του τον μουτζούρη, λίγους μήνες πριν μας πετάξουν από το ευρώ για να δώσει την μεγάλη μάχη της παραμονής η της ομαλή εξόδου.
Ο γάτος ο Μιχελάκης, εντόπισε σωστά την απειλή Σημίτη και έγραψε στον «Ελεύθερο Τύπο» ένα άρθρο που περνάει γενεές 14 τον πρώην πρωθυπουργό αλλά και τα χώνει και στον Στουρνάρα. Στο μεταξύ ο Στουρνάρας, μετά από συννενόηση με τον Σημίτη, ξεχέζει διαρκώς τον Καραμανλή για τα χάλια της οικονομίας. Ατυχώς για τον Καραμανλή, τουλάχιστο ο Σημίτης -αρχιερέας ξεαρχιερέας-μιλάει. Δηλαδή γράφει άρθρα και βιβλία σε αντίθεση με τον ίδιο που κακώς 3 χρόνια τώρα μένει βουβός σαν σφίγγα- με μια εξαίρεση: Ο Καραμανλής μίλησε και μίλησε δυνατά ψηφίζοντας και στις 4 κάλπες για την Προανακριτική. Έγραψε στα παπούτσια του τις υποδείξεις των Σαμαρά-Λαζαρίδη που ψήφισαν επιδεικτικά στη μία κάλπη. Λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα και ετοιμαστείτε πριν μας πετάξουν από το ευρώ-άσχετα στη συνέχεια με το τι θα απογίνει το ευρωπαικό οικοδόμημα-να δείτε μια ολική επαναφορά του Κώστα Σημίτη.
Βασίλης Μπόνιος
Ακολουθεί το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού και η αντίδραση του Γιάννη Μιχελάκη.
Το κράτος Δικαίου σε αμφισβήτηση (Το άρθρο Σημίτη στο Έθνος της Κυριακής)
H συζήτηση για τη λίστα Λαγκάρντ, το CD που χάθηκε, τα στικάκια, ένα ή περισσότερα που κυκλοφορούσαν χωρίς να ασχολείται κανείς με το ουσιαστικό πρόβλημα, η απογοητευτική συνεδρίαση της Βουλής για το θέμα έφεραν πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα για την υποχώρηση του κράτους δικαίου, την επαναλαμβανόμενη αδυναμία να λειτουργήσουν οι θεσμοί μας.
Aπό τον Κώστα Σημίτη για το “Εθνος της Κυριακής”
Γιατί αποτυγχάνουμε εκεί που άλλες κοινωνίες λύνουν τα προβλήματά τους χωρίς διαμάχες, πολιτικές αναμετρήσεις, δημόσιες καταγγελίες και σκανδαλολογία; Γιατί χαρακτηρίζει τη λειτουργία της πολιτείας μας η αντιπαλότητα και η σύγχυση;
Το φαινόμενο που ζήσαμε τις προηγούμενες μέρες δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Είναι χρόνιο και επαναλαμβανόμενο. Διάφορες εξεταστικές επιτροπές της Βουλής επί των κυβερνήσεων Καραμανλή και Παπανδρέου, παρ’ όλο που ξεκίνησαν με τυμπανοκρουσίες ως απαρχή της πολυπόθητης κάθαρσης, δεν κατέληξαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα.
Μάλιστα, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την έκδοση των τελικών πορισμάτων, σύμφωνα με τις εφημερίδες, γίνονταν «συνεχείς συσκέψεις μεταξύ των κομμάτων και των βουλευτών», πρώην υπουργοί «αθωώνονταν» και άλλοι καταδικάζονταν ανάλογα με το τι θεωρούσε κάθε κόμμα σκόπιμο, υπήρχε «όργιο παρασκηνίου», ένα «συνεχές αλισιβερίσι», «θέατρο». Θα περίμενε κανείς ότι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής δεν θα υπηρετούσαν πολιτικές επιδιώξεις και δεν θα υποβάθμιζαν τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου.
Η σκυταλοδρομία… της ανομίας
Πιο πρόσφατα αποκαλύφθηκε η ύπαρξη χιλιάδων ατόμων που εισέπρατταν σύνταξη χωρίς να το δικαιούνται, πολιτών που δεν ήταν ανάπηροι, αλλά έπαιρναν αναπηρικά επιδόματα, καταναλωτών που δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς ρεύματος γιατί είχαν παραποιήσει τα στοιχεία. Τα σκάνδαλα αυτά δεν αποκαλύφθηκαν από τα κόμματα, τις εφημερίδες ή άλλα ΜΜΕ που πρωτοστατούν στη σκανδαλολογία αλλά από τη δημόσια διοίκηση που μπόρεσε να κάνει τη δουλειά της χάρη στα νέα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου. Τιμωρίες δεν έχουν υπάρξει ακόμη.
Το ότι υπήρξαν και υπάρχουν φαινόμενα αδιαφορίας για το κράτος δικαίου δεν οφείλεται ειδικά στην πολιτική του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας. Οφείλεται σε μια γενικευμένη κοινωνική στάση.
Ανέχεται ένας πολίτης να ζητά από τον γιατρό του να τον χαρακτηρίσει ανάπηρο, ενώ δεν είναι -ο γιατρός-πολιτευτής να υπογράφει τον χαρακτηρισμό του για να εξασφαλίζει έτσι ψηφοφόρους- το κόμμα να τον συμπεριλαμβάνει στους συνδυασμούς γιατί φέρνει ψήφους – οι πολιτικά υπεύθυνοι να τον επιλέγουν ως υπουργό, υφυπουργό, διοικητή οργανισμού κλπ. γιατί πρέπει να αντιπροσωπεύεται είτε η εκλογική περιφέρεια είτε μια συγκεκριμένη κομματική ομάδα – ο διορισμένος πια σε πολιτική θέση να θεωρεί τις εξυπηρετήσεις πρώτη προτεραιότητά του για να εξασφαλίσει το πολιτικό του μέλλον και χρήματα για τον κομματικό μηχανισμό – τα ΜΜΕ να του προσφέρουν τη συμπαράστασή τους στις εκλογές μεν με βάση συγκεκριμένη ταρίφα και στο μεσοδιάστημα ανάλογα με τις υπηρεσίες που τους παρέχει – τέλος ο ίδιος χάρη στις υψηλόφωνες αναμετρήσεις του, το μεγαλόπνοο κενό του λόγο, τα ρουσφέτια του, τα καλά λόγια των ΜΜΕ και τη «φιλολαϊκή πολιτική του», να επανεκλέγεται από τους ψηφοφόρους. Το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, η υστέρηση της χώρας σε σχέση με τα προβλήματα που καλείται να λύσει και το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής ηθικής συνείδησης παράγουν την ανομία.
Η σκανδαλολογία ως υποκατάστατο πολιτικής
Και χτες και σήμερα η σκανδαλοθηρία και σκανδαλολογία χρησιμοποιήθηκαν ως κύριο όπλο στις αναμετρήσεις των πελατειακών παρατάξεων. Τα σκάνδαλα έχουν χρώμα «μπλε», «πράσινο» ή «κόκκινο». Πραγματικά αλλά και ανύπαρκτα γεγονότα παίρνουν διαστάσεις, ερμηνεύονται ως παραδείγματα εξαχρείωσης των στελεχών των αντιπάλων κομμάτων και της αδιαφορίας τους απέναντι σε ηθικούς κανόνες. Ολοι οι πολιτικοί της μιας παράταξης είναι «ποινικά υπόλογοι» για τους επικοινωνιολόγους της άλλης παράταξης.
Οικονομικά ή κοινωνικά θέματα, από την ανάπτυξη έως την προσαρμογή στις εξελίξεις της ΟΝΕ, από το ασφαλιστικό έως την ανακατανομή του εισοδήματος και τον περιορισμό της φτώχειας έπαιζαν και παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με το «κυνήγι ενόχων». Οι «αγανακτισμένοι» επεδείκνυαν κρεμάλες στο Σύνταγμα και ζητούσαν οι υπεύθυνοι να «πάνε στο Γουδί», δηλαδή να εκτελεσθούν.
Εμπεριστατωμένη έρευνα και κοινή λογική υποχωρούν
Η συνεχής ενασχόληση με σκάνδαλο, όπως συμβαίνει τώρα με τη «λίστα Λαγκάρντ», σημαίνει ότι η πολιτική είναι κενή περιεχομένου. Η λογική που θέλει να κρύβει τα κοινωνικά αίτια των εξελίξεων και να παρουσιάζει την πολιτική ως μάχη των άφθαρτων με τους φθαρμένους έχει επικρατήσει.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η εμπεριστατωμένη έρευνα αλλά και η κοινή λογική υποχωρούν. Κυριαρχεί η προχειρότητα στις αποδεικτικές διαδικασίες και η πίεση να καταδειχθούν ως αληθινά όλα «τα φοβερά και τρομερά», τα οποία κατά καιρούς οι πολλαπλοί κατήγοροι και θηρευτές σκανδάλων ισχυρίζονται.
Η πολιτική υποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Επιβάλλεται η εργαλειακή αντιμετώπιση του δικαίου. Το δίκαιο καλείται να αποδείξει αυτό που έχει προαποφασισθεί στην πολιτική διαμάχη.
Ο εντοπισμός των ενόχων ως επικοινωνιακό τέχνασμα
Ο λαϊκισμός ζει με το να δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους. Στη σημερινή Ελλάδα η πρακτική αυτή συνοψίσθηκε από πολιτικούς στην παρότρυνση οι πολίτες «να δώσουν ονόματα» προσώπων για τα οποία «τα στοιχεία δεν αρκούν» αλλά εκτιμάται ως πολιτικά αναγκαία η απόδοση «πολιτικών μομφών» σε αυτά. Ο κάθε πολίτης αναγορεύθηκε έτσι σαν φορέας της επιθυμητής κάθαρσης και εξουσιοδοτήθηκε να απονέμει «υποψίες».
Πολίτες και πολιτικοί δεν μπορούν να καλούνται να συμμετάσχουν χωρίς στοιχεία σε διαδικασίες κατάδοσης. Οι διαδικασίες αυτές δεν διαθέτουν τα τεκμήρια εγκυρότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που εξασφαλίζουν οι νόμιμες διαδικασίες έρευνας αδικημάτων.
Ο εντοπισμός των ενόχων με λαϊκή κινητοποίηση οδηγεί σ’ αυτό ακριβώς που είναι το χαρακτηριστικό ενός αυταρχικού κράτους.
Οποιος κερδίζει τη διαμάχη για την εξουσία αποκτά τη δυνατότητα να σπιλώσει την υπόληψη των ηττημένων, να τους οδηγήσει στην εξορία ή στη φυλακή. Η πολιτική ζωή συνίσταται σε εναλλασσόμενες νίκες και καταδίκες αντιπάλων παρατάξεων. Είναι μια σειρά αντεκδικήσεων, που δεν έχουν καμιά σχέση με το γενικότερο συμφέρον.
Υπάρχει δυσαρέσκεια και οργή στους πολίτες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Η οργή είναι δικαιολογημένη. Μια χώρα, που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση και έλεγχε τα δημοσιονομικά της θέματα κατά τρόπο πιο ικανοποιητικό απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη φορά τα προηγούμενα σαράντα χρόνια, βρέθηκε σε πέντε περίπου χρόνια, το 2009, σε κατάσταση χρεοκοπίας. Την ελπίδα για το μέλλον αντικατέστησε ο φόβος.
Πρόσωπα βέβαια έχουν συγκεκριμένες ευθύνες γι’ αυτήν την εξέλιξη. Αλλά κύρια αιτία ήταν η πολιτική των ελλειμμάτων της ΝΔ την περίοδο 2005-2009, των συνεχών παροχών προς τους πελάτες-ψηφοφόρους και της αδιαφορίας απέναντι στις οικονομικές εξελίξεις. Αυτές οι πολιτικές δεν τιμωρούνται δικαστικά. Οι πολίτες άλλωστε τις επικύρωσαν στις εκλογές του 2007.
Αλλο απόδοση ευθυνών και άλλο σκανδαλολογία
Τις πολιτικές τις κρίνει η κοινωνία, δεν τιμωρούνται δικαστικά
Το κλίμα της ακραίας φραστικής αντιπαλότητας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην Ελλάδα. Ηταν και είναι πάγιο χαρακτηριστικό των πολιτικών αναμετρήσεων. Οσο πιο ακραία η ρητορική τόσο περισσότερα χειροκροτήματα συγκεντρώνει. Μεγιστοποιεί τον θυμό των οπαδών, ενοχοποιεί και δυσφημεί τον αντίπαλο και έτσι διασφαλίζει την κατάκτηση ή διατήρηση της εξουσίας και τη νομή της.
Η ακραία αντιπαράθεση κοστίζει στη χώρα. Δεν επιτρέπει συνεννοήσεις, συσπείρωση και ευρύτερα αποδεκτές λύσεις. Υπονομεύει το κράτος δικαίου, που υποβιβάζεται σε ρόλο σκηνικού των αναμετρήσεων εξόντωσης. Επιβάλλει την αμφιβολία, την καχυποψία, την αμφισβήτηση ως κυρίαρχη στάση. Η κοινωνία μένει παγιδευμένη στα δίχτυα της πελατειακής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτής της αχαλίνωτης πολιτικής διαμάχης, πολλοί πολίτες θεωρούν ότι η πολιτική αποδοκιμασία πρέπει να οδηγεί άμεσα σε τιμωρία. Είναι μια βολική λύση για τους οπαδούς του λαϊκισμού που δυσανασχετούν με την υποχρέωση να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους.
Τιμωροί πρέπει να είναι κατ’ αυτούς, εκείνοι, δικαστές ή όχι, που αφουγκράζονται τη λαϊκή οργή και δεν μπερδεύονται στους δαιδάλους της νομοθεσίας. Ομως τα πράγματα δεν είναι έτσι εύκολα.
Στο κράτος δικαίου τιμωρούνται μόνο οι πράξεις που θεωρούνται από τον νόμο ως εγκλήματα και μόνο σε προβλεπόμενες από τον νόμο δικαστικές διαδικασίες. Το κράτος θα κατέρρεε, αν κάθε πολιτική απόφαση συνδεόταν με δικαστικούς αγώνες για να ελέγξουν τα δικαστήρια την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.
Θα επικρατούσε μια γενική απραξία. Πολιτικά θέματα κρίνονται με πολιτικές διαδικασίες, την εκλογική αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία, την απόρριψη ή αποδοχή της κοινωνίας, τη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση. Οι ευθύνες όλων μας, και των ίδιων των πολιτών, είναι μεγάλες. Εμείς, οι πολίτες, και όχι τα δικαστήρια είμαστε οι κριτές της πολιτικής. Οφείλουμε γι’ αυτό να έχουμε συνείδηση τι είναι αναγκαίο για τη χώρα και να παίρνουμε θέση. Οταν αδιαφορούμε, όταν ψηφίζουμε σύμφωνα με υποσχέσεις, όταν επιλέγουμε διορισμούς στο Δημόσιο και εξυπηρετήσεις από πελατειακά δίκτυα αντί για πολιτικές, δεν μπορεί να επικαλούμαστε το όποιο λάθος των πολιτικών και να ζητούμε την «τιμωρία» τους.
Ποινή δεν προβλέπεται επειδή οι ψηφοφόροι μετάνιωσαν ή διαμαρτύρονται ή προσβλήθηκε το αίσθημα δικαίου τους. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να παίρνονται από θυμωμένους πολιτικούς, εξοργισμένους δημοσιογράφους ή αθώα θύματα. Η απονομή της δικαιοσύνης μέσω λαϊκής κατακραυγής είναι επιθυμία όσων επιδιώκουν να καθορίσουν το δίκαιο με τεχνάσματα για να υποκαταστήσουν τους κανόνες του με πολιτικές σκοπιμότητες.
Να καταργηθούν οι ειδικές διατάξεις για την παραγραφή
Ο λαϊκισμός, που θέλει να δώσει στους αυτόκλητους πολίτες το δικαίωμα να δικάζουν, ανοίγει τον δρόμο στον φασισμό. Το σύνθημα «όλοι είναι ύποπτοι» υποδηλώνει τον στόχο: μόνο οι ίδιοι οι αυτοαποκαλούμενοι «άφθαρτοι» να ασκούν κατά την κρίση τους δικαιοσύνη. Να ορίζουν ελεύθερα τα αδικήματα, τους παραβάτες και τις τιμωρίες, δηλαδή να εξοντώνουν τους αντιπάλους.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι οι υπουργοί δεν πρέπει να ελέγχονται από τη δικαιοσύνη; Οχι βέβαια. Οι υπουργοί, όπως όλοι οι πολίτες, πρέπει να τιμωρούνται. Οι ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αδικημάτων τους πρέπει να καταργηθούν και να ισχύσουν και γι’ αυτούς οι διατάξεις που ισχύουν για όλους τους πολίτες.
Τα κόμματα αποδέχονται σήμερα αυτήν την αρχή. Δεν έχουν όμως το θάρρος να εξηγήσουν ότι οι απαράδεκτες αυτές διατάξεις είχαν καθιερωθεί ήδη από το 1876 και επέζησαν λόγω της συνεχούς και ατεκμηρίωτης σκανδαλολογίας που τα ίδια προκαλούσαν. Αποτελούσαν ένα φρένο σε εκδικήσεις και αντεκδικήσεις, σε υποθέσεις όπως «τα βραχώδη οικόπεδα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή η «συνωμοσία του Ασπίδα».
Η ατιμωρησία δεν είναι συνέπεια συνωμοσίας. Οι πολιτικές-πελατειακές αντιλήψεις, ο λαϊκισμός και η συντεχνιακή αντίληψη βραχυκυκλώνουν τους κανόνες του κράτους δικαίου. Ολοι οι πολίτες διαμαρτύρονται για τη φοροδιαφυγή. Ομως στην Ελλάδα μόλις τώρα μπόρεσε να εφαρμοστεί δειλά ο έλεγχος ορισμένων τραπεζικών λογαριασμών φορολογουμένων από την Εφορία. Ο επιλεκτικός έλεγχος που αποτελεί κοινή πρακτική στις χώρες της Ενωσης θεωρείτο και θεωρείται από τους εγχώριους διαμορφωτές της κοινής γνώμης απαράδεκτη ενέργεια διότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και στο τραπεζικό απόρρητο!
Ανάλογα λειτούργησαν οι κρατούσες αντιλήψεις για τον έλεγχο του πόθεν έσχες των δημοσίων υπαλλήλων. Η ΑΔΕΔΥ αντέδρασε σε επιλεκτικούς ελέγχους και «πέτυχε» να ελέγχονται όλοι οι υπάλληλοι ανεξαιρέτως, άρα στην πραγματικότητα κανένας. Οι δηλώσεις του πόθεν έσχες σωρεύονται τώρα σε αποθήκες, άχρηστα λόγω του όγκου τους. Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγορικών ή ιατρικών συλλόγων σπανίως δέχονται ότι μέλη του συλλόγου υποπίπτουν σε παραπτώματα. Η προστασία των συναδέλφων προέχει. Στη Μεγ. Βρετανία, αντίθετα, συμπεριφορές που στη χώρα μας δεν θεωρούνται καν παραπτώματα τιμωρούνται με εξαιρετική αυστηρότητα από τα πειθαρχικά συμβούλια, διότι προέχει το συμφέρον του κοινού.
Η ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΜΑΣ
Στο ερώτημα, γιατί δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα ικανοποιητικές τιμωρίες, υπάρχει επιπρόσθετα μια απλή και αποκαρδιωτική απάντηση. Η συνεχής προχειρότητα, η αδιαφορία, η έλλειψη προσώπων με τις απαραίτητες γνώσεις, η βραδύτητα των δικαστικών διαδικασιών αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες οδηγούν στην ανικανότητα χειρισμού υποθέσεων οι οποίες ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία θεωρούσε επί χρόνια, ακόμη και μετά το 1981, ότι τα στελέχη της 17 Νοέμβρη προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και οι προσπάθειές της να συλλάβει τα μέλη της οργάνωσης έμεναν χωρίς αποτέλεσμα.
Η επιτυχία ήρθε όταν αποφασίστηκε να εξετασθούν τα στοιχεία χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις.
Ενισχύεται η πεποίθηση ότι «όλα συγκαλύπτονται»
Η «ατιμωρησία» που ενοχλεί τους πολλούς είναι συνέπεια της χαμηλής ποιότητας του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η κραυγαλέα έλλειψη δεν ενοχλεί όμως όλους εκείνους που καθορίζουν τη λειτουργία του, εφόσον εξασφαλίζονται οι συντεχνιακές?κομματικές ισορροπίες που επιδιώκουν.
Η ατιμωρησία είναι έκφραση της υστέρησής μας. Η συνεχής σκανδαλολογία έχει ως αποτέλεσμα όλα όσα καταγγέλλονται να θεωρούνται τεκμηριωμένα και μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης. Πολλαπλασιάζεται έτσι η κοινωνική αγανάκτηση όταν τελικά οι δικαστικές διαδικασίες δεν καταλήγουν είτε γιατί δεν ανευρέθηκαν στοιχεία είτε γιατί δεν αποδείχτηκαν οι προϋποθέσεις επιβολής ποινής που θέτει ο νόμος. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι «όλα συγκαλύπτονται», «όλοι γλιτώνουν».
Τα ερωτήματα, αν έγινε εμπεριστατωμένη έρευνα, αν δούλεψαν σωστά οι υπεύθυνοι του ελέγχου, αν όσοι πρόβαλαν τις καταγγελίες είχαν τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς τους ή αερολογούσαν, δεν τίθενται καν. Οι ευθύνες των όσων με μεγάλη ελαφρότητα κατηγορούσαν ή αναζητούσαν την αλήθεια παραβλέπονται. Η κοινωνία υποβαθμίζει την ανάγκη για υπεύθυνη και σοβαρή συμπεριφορά.
Ηχηρό παράδειγμα η υπόθεση της ΔΕΚΑ (Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών). Τα μέλη της διοίκησής της είχαν κατηγορηθεί ως υπεύθυνα «του σκανδάλου του χρηματιστηρίου» το 2000. Δύο φορές απαλλάχθηκαν για νομικούς λόγους, δύο φορές αναιρέθηκαν οι απαλλακτικές αποφάσεις σε διαδικασίες που προκάλεσαν πολλά σχόλια. Στο τέλος, ήρθε η πανηγυρική απαλλαγή επί της ουσίας το 2010.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την αρχή της δίωξης. Το «σκάνδαλο της ΔΕΚΑ» που άρχισε με κραυγές της Νέας Δημοκρατίας για την τιμωρία των ενόχων έκλεισε χωρίς να σχολιάσει το τέλος του σχεδόν κανείς. Για όσους ταλαιπωρήθηκαν και διασύρθηκαν δεν υπήρξε οποιαδήποτε έκφραση συγγνώμης από τους πολιτικούς που προκάλεσαν τη δίωξη.
Να καταπολεμήσουμε τις αιτίες, μικρές ή μεγάλες
Τα φαινόμενα άρνησης συμμόρφωσης στους νόμους ή υποχώρησης του κράτους δικαίου δεν πρόκειται να σταματήσουν αν δεν καταπολεμήσουμε τις αιτίες τους, μικρές ή μεγάλες. Πρέπει να βελτιώσουμε συστηματικά την ποιότητα της διοίκησης και της παιδείας, να αντιπαρατεθούμε στην ασυδοσία των επιχειρήσεων και στην κατάχρηση εξουσίας στην κοινωνική ζωή, να προωθούμε την κοινωνική δικαιοσύνη, να καταπολεμήσουμε τη διαρκή αντίδραση των κατεστημένων συμφερόντων σε οποιαδήποτε κοινωνική μεταβολή.
Να ανατρέψουμε την υστέρησή μας. Και ταυτόχρονα κάτι πολύ απλό. Να κάνουμε σοβαρά τη δουλειά μας με συνείδηση της ευθύνης και της αποστολής μας. Να ζητούμε από όλους να κάνουν και αυτοί σοβαρά τη δουλειά τους. Οταν αυτό δεν συμβαίνει να επισημαίνουμε χωρίς δισταγμούς το γεγονός. Η πολιτική σκοπιμότητα να πάψει να είναι το κριτήριο συμπεριφοράς μας.
Να λειτουργήσει η δικαιοσύνη. Οι νόμοι να εφαρμόζονται, η παρανομία να έχει την προβλεπόμενη επίπτωση. Είναι σωστό ότι η αποκλειστικά νομική αντιμετώπιση ενός προβλήματος χωρίς την ενασχόληση με τα κοινωνικά αίτιά του μπορεί να οδηγήσει σε όξυνσή του. Ομως το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την αδιαφορία της αστυνομίας ή την άρνηση των δικαστικών αρχών να ασχοληθούν με θέματα που τους αφορούν.
Οι καθυστερήσεις στα δικαστήρια είναι υπερβολικές. Απλές υποθέσεις παίρνουν μήνες και χρόνια να καταλήξουν σε αποφάσεις. Αλλες διανύουν πολλά χρόνια σε εκκρεμοδικία. Η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί αισθητά με ορισμένες απλές κινήσεις, αλλά η γραφειοκρατία και οι συντεχνίες δεν θέλουν να περιορίσουν ούτε την εξουσία ούτε τα έσοδά τους που τροφοδοτεί η καθυστέρηση. Δικαιοσύνη, η οποία βραδυπορεί τόσο πολύ στην πραγματικότητα δεν απονέμεται. Ανοίγει την πόρτα σε εκβιασμούς των αδίστακτων.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου είναι μία κατάκτηση που πρέπει να υπερασπιζόμαστε και να διευρύνουμε. Σε μία δημοκρατία η πολιτική εξουσία και οι πολίτες οφείλουν να υπακούουν στις έννομες προδιαγραφές που έχουν αποφασίσει οι εκπρόσωποι του λαού.
Τόσο η καλλιέργεια ενός περιβάλλοντος, όπου κυριαρχούν ο λαϊκισμός και οι ωμές πολιτικές επιδιώξεις, όσο και η οικονομική ανασφάλεια και η όλο και μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση προάγουν την άρνηση του νόμου. Η ανομία οδηγεί σε περισσότερη αυθαιρεσία και τέλος σε «σωτήρες» πρόθυμους να καθιερώσουν το δικό τους άδικο και καταπιεστικό σύστημα. Και να το βαφτίσουν νόμο.
Η “ΑΠΑΝΤΗΣΗ” ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΙΧΕΛΑΚΗ
«Η … “χρυσή” εποχή του κ. Σημίτη» (Δημοσιεύθηκε στον “Ελεύθερο Τύπο)
Από συγγραφέας αρθρογράφος κι από κρινόμενος σε κριτή επιχειρεί να εμφανιστεί ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης. Θα μπορούσε, βέβαια, αντί να τυρβάζει περί άλλα, να εξηγήσει, από πρώτο χέρι, τα όσα έγιναν και δεν έγιναν τον καιρό που κυβερνούσε. Να πει για τα εθνικά μας ζητήματα που έβαψε στο γκρίζο, τα σκάνδαλα, που φύτρωναν σαν μανιτάρια, τα μπασταρδεμένα οικονομικά στοιχεία που άφησε πίσω του. Να εξηγήσει τα όσα διέπραξαν ο ίδιος, οι υπουργοί και οι οικονομικοί σύμβουλοί του και να φωτίσει τις σκιές που σημάδεψαν την πρωθυπουργική του θητεία. Εκείνα άλλωστε, τα ξέρει καλά και θα μπορούσε να τα πει καλύτερα από όλους.
Θα μπορούσε, πρώτ’ απ’ όλα, να πει για το μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο της μεταπολεμικής Ελλάδας, που διαπράχθηκε στις μέρες του. Για τις φαεινές ιδέες – ποιων άραγε; – που τον έκαναν να λειτουργεί σαν κοινό «παπαγαλάκι», παρασύροντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο πολίτες να επενδύσουν τις οικονομίες τους στο χρηματιστήριο και να χάσουν περισσότερα από 100 δις ευρώ. Αλλά και για την απροκάλυπτη χειραγώγηση της Σοφοκλέους, με την αθρόα αγορά μετοχών από τη ΔΕΚΑ και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, που κατέληξε σε τεράστια διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Θα μπορούσε, ακόμη, να περιγράψει την εκτόξευση του κόστους των Ολυμπιακών Αγώνων, που περιέργως αμφισβητεί ο Κ. Στουρνάρας. Μπορεί, όμως, να πει, τουλάχιστον, για τις περίεργες καθυστερήσεις, τις απευθείας αναθέσεις, τις αδιαφανείς διαδικασίες και, τελικά, τις αδικαιολόγητες οικονομικά υπερβάσεις. Πώς εξηγείται -για παράδειγμα- η εκτόξευση του κόστους κατασκευής του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης από τα 30 στα 103 εκατ. ευρώ, της επισκευής του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας από τα 3,3 στα 29 εκατ. ευρώ και του Ολυμπιακού Κέντρου Υγρού Στίβου από τα 3,5 στα 22,5 εκατ. ευρώ;
Ακόμη πιο μεγάλο ενδιαφέρον θα είχε, όμως, η αφήγησή του για τα κρυφά χρέη και τα διπλά βιβλία. Για τη λεγόμενη «δημιουργική λογιστική», που εμπνεύστηκαν για να αλλοιώνουν την οικονομική πραγματικότητα. Για το «αμαρτωλό» Swap της Goldman Sachs, που πήρε η κυβέρνησή του, για να μειώσει πλασματικά το δημόσιο χρέος, χρεώνοντας βαρύτατο κόστος στο Δημόσιο. Και για τους συμβούλους, βέβαια, τους τεχνοκράτες και τους ειδήμονες, που εμπνέονταν τις φαεινές αυτές ιδέες και ενέπνεαν τον ίδιο και τους υπουργούς του.
Θα μπορούσε ακόμη να πει για τις λεγόμενες «προγραμματικές συμφωνίες», που κατάργησαν κάθε διαγωνιστική διαγωνιστική διαδικασία, επέβαλαν τις απευθείας αναθέσεις και εξέθρεψαν τη διαπλοκή. Γιατί απομάκρυνε τον Χ. Καστανίδη όταν ζήτησε τη συγκρότηση Ανεξάρτητης Αρχής Προμηθειών; Ποια σχέση είχε η αντικατάστασή του από τον Τ. Μαντέλη με την υπογραφή των συμβάσεων του ελληνικού Δημοσίου με την Intracom και τη Siemens; Ποια συνδεσμολογία έχουν όλα αυτά με τις μίζες της Ζίμενς στο ΠΑΣΟΚ και τα εκατομμύρια που βρέθηκαν σε λογαριασμούς του Τ. Μαντέλη;
Θα είχαν πράγματι εξαιρετικό ενδιαφέρον οι απαντήσεις που θα ‘δινε για τους υπουργούς και τους συνεργάτες του, που είτε βρίσκονται στον Κορυδαλλό είτε πηγαίνουν προς τα εκεί. Για τον Ά. Τσοχατζόπουλο στον οποίο αποδίδονται «μίζες» 300 εκ. ευρώ και βέβαια για τον τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου. Αλλά και για τον Γ. Παπαντωνίου στη θητεία και το περιβάλλον του οποίου η Δικαιοσύνη αναζητά τους μιζαδόρους «Απάτσι»: Και για τον Τ. Μαντέλη, που παραδέχθηκε ότι πήρε «προεκλογική χορηγία» 200.000 μάρκων και, στη συνέχεια, εντελώς τυχαία, «βρήκε» ακόμη 250.000 μάρκα σε άλλο λογαριασμό του. Αλλά και για τον επονομαζόμενο «στρατηγό» του, τον Θ. Τσουκάτο, που ομολόγησε ότι πήρε ένα εκατομμύριο μάρκα από τη Siemens για να τα πάει στα Ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Και βέβαια για τα ΚΥΣΕΑ, στα οποία ο ίδιος ενέκρινε όλα εκείνα τα σάπια εξοπλιστικά! Δεν μπορεί, άλλωστε, την ώρα που «ανακάλυψε» τι γινόταν στις θητείες των άλλων να μην κατάλαβε ακόμη τι γινόταν στη δική του.
Ο Κ. Σημίτης, όμως, έχει να δώσει απαντήσεις και για τους ολέθριους χειρισμούς στα εθνικά ζητήματα. Γιατί πίεσε την κυπριακή ηγεσία να εγκαταλείψει τους S 300; Τι έχει να πει για τη νύχτα των Ιμίων, την αποχώρηση Ελλήνων στρατιωτών και την υποστολή της Ελληνικής σημαίας από ελληνικό έδαφος, το «ευχαριστούμεν τους Αμερικάνους» που τον βοήθησαν στην υποχώρηση και τη συνθηκολόγηση, για την ευκαιρία που έδωσε στους Τούρκους να θέσουν ζήτημα δήθεν «γκρίζων ζωνών»; Τι έκρυψε και τι κρύβει απ’ όσα γίνονταν στις διερευνητικές επαφές με τους Τούρκους; Συζητούσε-ναι ή όχι;- την εγκατάλειψη του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια; Συζητούσε -ναι ή όχι;- την εγκατάλειψη του δικαιώματος ΑΟΖ στο Αιγαίο; Συζητούσε-ναι ή όχι;-ακόμη και για τις δήθεν γκρίζες ζώνες;
Μπορεί ακόμη ο κ. Σημίτης να πει στον κόσμο και για τους άθλιους εκείνους χειρισμούς που κατέληξαν στην παράδοση του Αμπντ. Οτσαλάν στους Τούρκους. Όπως και για τη «βιομηχανία» των παράνομων ελληνοποιήσεων μέσω της χορήγησης ελληνικής ταυτότητας και εκλογικού βιβλιαρίου σε χιλιάδες δήθεν «ομογενείς» με αποκλειστικό σκοπό τη νόθευση των εκλογών της 9ης Απριλίου 2000. Αλλά και για τους νόμους, με τους οποίους υπηρέτησε τη συγκάλυψη και την ατιμωρησία, τη διαπλοκή και τη λεηλασία. Και βέβαια για τις μεταρρυθμίσεις που είτε ποτέ δεν σκέφτηκε, είτε ο ίδιος ματαίωσε. Όπως εκείνη του Ασφαλιστικού Συστήματος, που σχεδίασε ο Τ. Γιαννίτσης, αλλά απέσυρε ο ίδιος φοβούμενος το πολιτικό κόστος.
Έως την ώρα, λοιπόν, που θα πει την αλήθεια, ας ξέρει ο κ. Σημίτης ότι θα είναι καταγγελλόμενος και όχι καταγγέλλων, θα είναι κατηγορούμενος και όχι κατήγορος. Και, όσο επιμένει να διαστρεβλώνει τα πράγματα, τόσο θα συμπαρασύρει στη δική του αναξιοπιστία, όλους εκείνους που ακόμα και σήμερα κομπορρημονούν για τη δήθεν “χρυσή εποχής τους”. Διότι η εποχή τους μπορεί να ήταν “χρυσή’” για κάποιους απ’ αυτούς, αλλ’ όχι και για τους Έλληνες. Κι ούτε, βέβαια, για την Ελλάδα.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 31.1.2013, Β. Λορεντζάτος