Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ – (Ένα ” προδρομικό” κριτικό κείμενο του Άγγελου Φουριώτη

κατά τον όμοιο τρόπο στην ποίηση τόνος και λέξη μπορούν ν’ αποσπάσουν την προσοχή του ακροατή, γιατί και τα δυο μπορούν ν’ αποδώσουν την ομοιότητα του στοχασμού που υποκειμενικά μας προσφέρει την εικόνα του αντικειμένου. Και στις δύο περιπτώσεις το δυνατό του αντικειμένου αποτελεί φορά, με γνήσιο τρόπο, στο χώρο της ζωγραφικής και στον χώρο της ποίησης.

Οι σκέψεις αυτές ξεκινούν καθώς πλησιάζουμε τη ζωγραφική του Κώστα Ευαγγελάτου. Μια ζωγραφική που κλείνει στο όλο της ποίηση, όμοια όπως και η ποίησή του (Ποιήματα 1975-75, Αθήνα 1976. Η τολμηρή επίλυση, Αθήνα 1977. Γραφήματα ’77, Αθήνα 1978. Το δωμάτιο, Αθήνα 1980) κλείνει, μέσα της, ζωγραφική. Προς αυτή την κατεύθυνση μας οδηγεί ο ίδιος. Στην πρώτη του ποιητική συλλογή μας εξηγεί την πορεία του στον χώρο της ζωγραφικής και της ποίησης:

Όταν ζωγραφίζω προσπαθώ να πλησιάσω τη θεία τελειότητα.

Όταν γράφω ποίηση προσπαθώ να παρουσιάσω και να ερμηνέψω την Ανθρώπινη ατέλεια.

Δεν ενώνει, όμως, την ζωγραφική με την ποίηση. Θεωρεί και τη μια και την άλλη σαν κάτι το ανεξάρτητο, παρά το γεγονός ότι υποσυνείδητα καμιά δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνη της. Αυτή η, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, συμπόρευση χρώματος-λόγου εξηγεί, καθαρά, γιατί ως ζωγράφος μιλά, εν σιωπή, με το τοπίο και το αντικείμενο, και γιατί ως ποιητής μιλά δυνατά με εικόνα και ιδέα, ερμηνεύοντας ό,τι βαθύτερο κλείνει η έσω κι έξω ζωή. Δύσκολο, επομένως, είναι να διαχωρίσεις τον ζωγράφο από τον ποιητή και τον ποιητή από τον ζωγράφο. Κι ο ένας κι ο άλλος υποβάλλονται ουσιαστικά στην ώρα όπου εντοπίζουν κι ερμηνεύουν ό,τι τους τριγυρίζει, την ώρα όπου από την εντύπωση επιλέγουν αυτό που μπορεί ν’ αποθανατιστεί καθαρμένο από τα περιττά, τόσο ώστε να είναι τούτο, τυπικά και ουσιαστικά ένα πρότυπο.

Ο Κώστας Ευαγγελάτος δεν κινείται απλά στον χώρο της ζωγραφικής – το ίδιο συμβαίνει όταν κινείται στον χώρο της ποίησης. Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει υγιής προγραμματισμός.

Για τον ζωγράφο Κώστα Ευαγγελάτο σημασία δεν έχει η αποτύπωση, αυτού του ίδιου του αντικειμένου, που προκαλεί ερεθισμό για αναδημιουργία – σημασία έχει ο εσωτερικός αγώνας για έκφραση. Προέχει, δηλαδή, η αποτύπωση με γνήσιο τρόπο, έτσι που το όλο να είναι ήχος κι όχι απόηχος. Δηλαδή να μην χάνει την επαφή του με τα γεγονότα το αποσπώμενο πρότυπο. Να μη χάνει, κατά προέκταση, αυτό το ιδιαίτερο που το διακρίνει πριν από την παγίδευση, μια κι αυτή στόχο έχει την αποτύπωσή του «εν ροή». Όταν το παγιδευμένο έχει τη δύναμη να μιλά ακόμα και «εν σιωπή» τότε η ζωγραφική δεν είναι σκαρίφημα, αλλά απαθανάτιση πράξης. Το αξιόλογο εδώ είναι ότι ο καλλιτέχνης κατορθώνει και μας δείχνει, όχι μόνο τον πυρήνα του αντικειμένου που τον δόνησε, αλλά και τη δυνατότητα που έχει ο πυρήνας να διακινεί μύθο. Η ζωγραφική δεν είναι στείρα αποτύπωση – είναι δύναμη που αναπαράγει κι επιβάλλει το γεγονός. Πέρα από το βλέπω πρέπει να κινείται, άνετα, και το κατανοώ. Ο φιλόσοφος, όταν κάνει λόγο για τον αληθινό δημιουργό λέει: ο καλός ποιητής ανάγκη είναι να γνωρίζει καλά ό,τι πραγματεύεται αν θέλει να ‘χει αξία το έργο του – διαφορετικά δεν κάνει τίποτα. Και μπορεί να δώσει έργο όταν ξέρει τι πραγματεύεται. Ας σταθούμε, όμως, εδώ:

Ο Κώστας Ευαγγελάτος, στην πρώτη περίοδο της ζωγραφικής του θέμα έχει το «τοπίο», που το δένει με τον έσω κόσμο του ανθρώπου. Τούτο γιατί στον χώρο της ζωγραφικής, όμοια όπως και στο χώρο της ποίησης, βαρύνουσα θέση δεν έχει το ίδιο το γεγονός όσο η ερμηνεία του. Και θέση, εδώ βαρύνουσα, έχει η ανατομία του ίδιου του αντικειμένου κι όχι η απλή του διαγραφή.

Με βάση αυτά λέμε ότι ο Κώστας Ευαγγελάτος έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να επισημαίνει, αλλά και να περνά μέσα στο χώρο της ζωγραφικής ό,τι μπορεί, ως «τοπίο» να αποτελέσει σύγκριση και ταύτιση. Μ’ αυτή τη δυνατότητα η διαγραφή του χώρου παίρνει μορφή αυτοτελή και εκφράζει το ιδιαίτερο, το σημαντικό.

Ως ζωγράφος συντονίζει σωστά κάθε στοιχείο του «τοπίου» και, τελικά, το προβάλλει ως όλο ή ως μέρος όχι μόνο σαν τι που αποβλέπει σε μια ορθή εκλογή, αλλά και σαν τι που προορισμό έχει να δει το φως της δημοσιότητας, με τον βαθύτερο και πλέον σωστότερο σαν στόχο τρόπο προβολής του. Ό,τι, έτσι, τελικά αποτυπώνεται επιβάλλεται όχι σαν παράλογη απάντηση, αλλά σαν εξήγηση, που μ’ αυτήν μπορούμε να περάσουμε από αυτό που φαίνεται ως εκείνο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Ενώνει, κι αυτό έχει σημασία, ο ζωγράφος, λες, το πινέλο με το μολύβι πάνω στην ίδια επιφάνεια και προσέχει κάθε τι, όμοια όπως και στην ποίηση: το φως, το ημίφως, το σκοτάδι, τον όγκο (μικρό ή μεγάλο). Και σου επιτρέπει να καταλάβεις το πολύ του λόγου, μέσα στο πολύ της σιωπής.

Το «τοπίο» (ερειπωμένα σπίτια της ιδιαίτερης πατρίδας του Κεφαλονιάς, απόμερα ακρογιάλια με ποικιλόμορφα δέντρα ή φυτά, φαλακροί λοφίσκοι) παύει να ‘ναι «άψυχο». Με τη δεξιοτεχνική του σχεδιαστική αποφεύγει την παραμόρφωση του χώρου και φωτίζει τον τελευταίο ως το ουσιαστικό του βάθος.

Το «τοπίο» (κάτω από ένα θαυμάσιο παιχνίδι άσπρου, μαύρου, ροζ, καφέ χρώματος) μας θυμίζει μερικά ποιήματα της πρώτης του ποιητικής συλλογής (Αντίκρυσμα, Σκαρφαλώνοντας, Άνοιξη, Τέσσερα οκτάστιχα). Μέσα σ’ αυτά, κυριότερα, μέσα σ’ ένα άλλο (με τίτλο «Διεισδύσεις στο φως») μπορούμε να δούμε τον ζωγράφο να παίζει με το φως και το ημίφως, κυριότερα: να μας αποκαλύπτει την εσώτερη διάθεσή του για αποδέσμευση, για φτάσιμο ως εκεί όπου χρώμα και ήχος αποτυπώνουν την ουσιαστική ιδέα της ζωής, ως εκεί όπου πέρα από το να πραγματώνεται το όραμα εξηγείται, με προσωπικό τρόπο, το Άκουσα, Είδα, Ένιωσα, άρα ταυτίστηκα μ’ αυτό, ως τούτη την ώρα.

———————

Ο Κώστας Ευαγγελάτος με τη ζωγραφική του διηγείται μ’ ένα δικό του, προσωπικό, τόνο. Υποτάσσει στο δικό του νεύρο τον στοχασμό και τη διήγηση και εικονογραφεί το απομένον τους με τη βοήθεια ενός χρώματος που κλείνει όλες τις ποικιλίες του ήχου. Μέσα στο έργο του υπάρχει μια δική του αυτοτελής γνώση χώρου, χρόνου, όπου το φανταστικό αποτελεί το συμπλήρωμα των κενών που αφήνει ο χρόνος και ο χώρος. Ο άνθρωπος νιώθει, ως τα βάθη του είναι του, ότι δεν είναι ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά ελεύθερος. Είναι σαν το «πουλί» παγιδευμένος από σίδερα, από αφίσες, από ορατά φυλάκια, από συρματοπλέγματα. Είναι δέσμιος, από πολλά, που περί τη μορφή τους υπάρχει, από την πλευρά ερμηνείας, σύγχυση, μ’ αποτέλεσμα μορφή και σχήμα να μην είναι κάτι το «καθορισμένο». Θέλει, ως «πουλί» να πετάξει, αλλά βλέπει ότι τον κρατούν δέσμιο εδώ, τα όποια «στρατιωτικά εξαρτήματα».

Ιδιαίτερα ο «μπερές» και οι «μπότες» αποθανατίζονται με ποικιλία χρώματος και θέσεως. Μια ματιά σ’ ό,τι γίνεται γύρω μας αποτυπώνεται σταθερά από το ζωγράφο και ζωντανεύει την αγωνία του. Κυριότερα βεβαιώνει, αυτή η αγωνία, το σε βάρος του ανθρώπου παιχνίδι, την ασκούμενη σε βάρος του όποια καταπίεση. Βεβαιώνει ακόμα, αυτή η αγωνία, το ξέφτυσμα των κηρυγμάτων και των εξαγόμενων απ’ αυτά -ισμών, που από μέρος του εκφράζεται με το διαφορετικό της εκφράσεώς του με το χρώμα. Κι έχει σημασία ότι το σχήμα μένει ίδιο κι ότι η διαφορά της θέσεως δείχνεται με την αλλαγή του χρώματος και του τρόπου προβολής του, ό,τι επιτρέπει τον από πολλές φορές φωτισμό του σχήματος, που αρχίζει από τον απαλό και φτάνει ως τον έντονο τόνο. Κι ερχόμαστε στο σύμβολο «φύλλο». Η χρησιμοποίησή του μας θυμίζει τον ομηρικό αφορισμό:

φύλλα τα μεν τ’ άνεμος χαμάδις χέει, αλλά δε θ’ ύλη

τηλεθόωσα φύει, έαρος δ’ επιγίγνεται ώρη∙

ως ανδρών γενεή η μεν φύει, η δ’ απολήγει.(Ιλ. Ζ’ 148-150)

Πραγματικά ο άνθρωπος είναι ένα φύλλο ίδιου δέντρου – του δέντρου της ζωής. Ο ζωγράφος δεν παίζει με το σύμβολο. Οριοθετεί καταστάσεις ανόδου και καθόδου, καταστάσεις καταπιέσεων και πτώσεων. Άνοδος όταν το «φύλλο» αιωρείται πάνω στο γυμνό τοπίο, μ’ ενδεικτικούς φωτεινούς τόνους-πτώση όταν το «φύλλο» προσγειώνεται, πάλι μ’ ενδεικτικούς τόνους.

Η ζωγραφική, σύμφωνα με τον αφορισμό του Σιμωνίδη είναι ο σιωπηλός, ο εσωτερικός, βαθύς λόγος. Στήνει κόσμο – τον ερευνά, τον μελετά, τον κατατάσσει, τον αναλύει, τον αξιολογεί και τον κρίνει μετά από σύγκριση.

Στοιχεία αυτής της μορφής βρίσκουμε μέσα στη ζωγραφική του. Αυτά τα στοιχεία τα χειρίζεται άνετα. Έτσι η ζωγραφική του παίρνει μορφή ποίησης: τονίζει στιγμές “πρωϊνού με γλαυκούς ατμούς”, “μεσημεριού που διψά”, δειλινού που το “χρυσώνουν οι αχτίδες του ηλιοβασιλέματος”, νύχτας που “δέρνεται από γλυκούς παλμούς”.

Ο Κώστας Ευαγγελάτος δεν είναι, με τη σημασία του όρου, «υπερρεαλιστής» – δεν αγνοεί, όμως, το ρόλο του «υπερρεαλισμού». Κρατά, απέναντί του, ίδια στάση: δεν τον χρησιμοποιεί «προκρουστικά». Δεν ανάγει σ’ αυτόν τα πάντα. Απλά τον προσαρμόζει εκεί όπου η προσωπικότητα του τόνου του δεν πνίγεται. Τολμούμε να πούμε ότι κινείται μέσα σε χώρο όπου ανταμώνουν ο κλασσικός με τον ρομαντικό λυρισμό. Με το να γνωρίζει ότι κάθε στοιχείο ζωής, πέρα από την όποια προσαρμοστική του δυνατότητα έχει και δική του προσωπικότητα, παίρνει απ’ ό,τι του δημιουργεί εμπνεύσεις, δίκην μέλισσας, αυτό που του χρειάζεται. Με την τολμηρότητα και την εργατικότητα που τον διακρίνει μας επιτρέπει να πούμε, ότι το μέλλον θα του δώσει τη δυνατότητα να οριοθετήσει, τον δικό του χώρο και να προχωρήσει σε εξελικτικές και δυναμικές φάσεις, παλεύοντας ανάμεσα στο τι διακρίνει το απολλώνειο φως και στο τι επαληθεύει το τιτάνειο έρεβος.

Γιατί όσα μας δείχνει και μας λέει, ως αυτή τη στιγμή, με φυσικό τρόπο προαναγγέλουν την ώρα της επαλήθευσης του οράματός του.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΟΥΡΙΩΤΗΣ

Συγγραφέας – Κριτικός, Ιστορικός της Λογοτεχνίας

( πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ” ΣΥΛΛΟΓΕΣ “. Ιαν. 2013 )

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 15.1.2013