Στο χέρι ο αρραβώνας μου,
Γαμήλιο στέμμα στα μαλλιά μου –
Υφάσματα, στολίδια πλουμιστά
Ολα στα πόδια μου,
Κι απέραντ’ η χαρά μου.
Ο κύριός μου μ’ αγαπάει αληθινά –
Μα όταν όρκο μού ‘δωσε πρώτη φορά,
Το στήθος μου γέμισε θλίψη βαθειά –
Σήμαντρο πένθιμο τα λόγια του αντηχούσαν,
Σαν να ‘ταν η φωνή εκείνου, που κείτεται
Νεκρός στα βάθη του γκρεμνού,
Ευτυχισμένος τώρα.
Ο κύριός μου με γαλήνεψε με λόγια,
Με φίλησε στ’ ωχρό μου μέτωπο.
Ομως μια ονειροφαντασία μού κυρίεψε τον νου,
Και βγήκα στον περίβολο της εκκλησίας βιαστικά.
Εκεί στάθηκα εμπρός του, στέναξα βαθειά,
(Νομίζοντας πως είναι ο νεκρός Ντ’ Ελόρμι),
Και του είπα, “Τώρα είμ’ ευτυχισμένη πια”.
Ετσι τα λόγια ειπώθηκαν –
Ετούτος κι ο γαμήλιος όρκος –
Μ’ αν έσπασε η πίστη μου,
Κι αν έσπασε η καρδιά μου,
Σημάδι έχω το δαχτυλίδι μου
Πως είμ’ ευτυχισμένη πια!
Να το χρυσό δαχτυλίδι μου
Απόδειξη πως είμ’ ευτυχισμένη πια!
Θεέ μου, ας μπορούσα να ξυπνήσω!
Γιατί ονειρεύομαι, πώς, δεν μπορώ να πω,
Κι είναι η ψυχή μου σ’ αγωνία μεγάλη
Μήπως και κάτι φοβερό έχει συντελεστεί, –
Και ο νεκρός που κείτεται πεσμένος
Δεν είναι πια, δεν είν’ ευτυχισμένος.
μτφρ.: Μαρία Τσάτσου
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 15.1.2013, Poema